Νίκος Εγγονόπουλος PDF Εκτύπωση E-mail
Πολιτιστικά - Ματιές στην τέχνη
Πέμπτη, 19 Απρίλιος 2007 11:54
Έκθεση Εγγονόπουλου «Εγγονόπουλος 2007... ωραίος σαν Έλληνας» στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών ως τις 20 Απριλίου 2007.

Οι στίχοι του Εγγονόπουλου θα ταξιδεύουν καθημερινά με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς ως τις 21 Απριλίου 2007.

Με την ευκαιρία των 100 χρόνων από τη γέννησή του, το πλούσιο έργο του υπερρεαλιστή ζωγράφου και ποιητή θα παρουσιαστεί σε μια σειρά από εκδηλώσεις, εκθέσεις, παρουσιάσεις οι οποίες διοργανώνονται από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου με τη συνεργασία του Μουσείου Μπενάκη, του Μεγάρου Μουσικής, του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών.

Ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1907. Ο πατέρας του ήταν από την Κωνσταντινούπολη και η μητέρα του Αθηναία. Με την έναρξη του πολέμου η οικογένεια εγκαταστάθηκε αναγκαστικά στην Κωνσταντινούπολη. Τα γυμνασιακά του χρόνια τα έζησε στο Παρίσι, εσωτερικός σε Λύκειο. Επέστρεψε στην Αθήνα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Η πρώτη του δουλειά μετά το στρατό ήταν μεταφραστής σε τράπεζα και γραφέας στο Πανεπιστήμιο ενώ την περίοδο 1930-1933 εργάστηκε ως ημερομίσθιος σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεων. Παράλληλα πηγαίνει στο νυχτερινό γυμνάσιο του Ψυρρή για να πάρει το Ελληνικό Απολυτήριο του γυμνασίου. Το 1932 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Κώστα Παρθένη και παράλληλα μαθήτευσε πλάι στον Φώτη Κόντογλου και τον Α. Ξυγγόπουλο και διδάχτηκε την Βυζαντινή Τέχνη και την Βυζαντινή Αγιογραφία μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη. Με τον Γιάννη Τσαρούχη θα βοηθήσουν τον δάσκαλό τους Φώτη Κόντογλου στις τοιχογραφίες του σπιτιού του. Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Γιάννη Μόραλη, τον Τζιόρτζιο ντε Κίρικο. Παράλληλα με τις σπουδές του, ο Εγγονόπουλος συνέχισε να εργάζεται στο Υπουργείο, το 1934 τοποθετήθηκε στην Τοπογραφική Υπηρεσία του Υπουργείου Δημοσίων Έργων και έξι χρόνια μετά μονιμοποιήθηκε με τον βαθμό του Σχεδιαστή Α΄ τάξεως. Το 1941 επιστρατεύτηκε για το Αλβανικό μέτωπο. Συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς και καταφέρνει να δραπετεύσει μέσα από το στρατόπεδο εργασίας. Το 1945 αποσπάται από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων στο Ε.Μ.Πολυτεχνείο σαν βοηθός στην Έδρα Διακοσμητικής και Ελεύθερου Σχεδίου του Δημήτρη Πικιώνη ως το 1956, οπότε εκλέγεται μόνιμος επιμελητής στην ίδια Έδρα και ένα χρόνο μετά στην Έδρα Γενικής Ιστορίας της Τέχνης. Το 1949 συμμετέχει στην ίδρυση του καλλιτεχνικού ομίλου «Αρμός» που σκοπός του ήταν η προώθηση μιας σύγχρονης αισθητικής στην Ελλάδα μαζί με τον Ν. Χατζηκυριάκο Γκίκα τον Γ. Τσαρούχη, τον Γ. Μόραλη, τον Ν. Νικολάου, την Ναταλία Μελά, τον Π. Τέτση, τον Γ. Μαυροειδή. Το 1960 παντρεύεται σε δεύτερο γάμο την Ελένη Τσιόκου και ένα χρόνο μετά γεννήθηκε η κόρη του Εριέττη. Το 1964 παραιτήθηκε από το Πολυτεχνείο. Επανεκλέχτηκε τρία χρόνια μετά στην έδρα του Ελεύθερου Σχεδίου. Το 1973 συνταξιοδοτήθηκε και αναγορεύτηκε ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου. Πέθανε το 1985 από ανακοπή καρδιάς.

Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1938. Τα πρώτα του ποιήματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Κύκλος» του Απόστολου Μελαχρινού. Η πρώτη του συλλογή «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν» σκανδάλισε τους συντηρητικούς λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας. Ο ίδιος μαζί με τον Εμπειρίκο έγιναν αντικείμενο παρωδίας σε επιθεώρηση της εποχής. Βαθειά θιγμένος εκδίδει την δεύτερη χρονιά κιόλας, «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής» που έτυχε ανάλογης υποδοχής. Τα ποιήματά του θεωρήθηκαν εξεζητημένα και ελιτίστικα. Τα χρόνια του πολέμου παραμέρισαν όπως ήταν φυσικό ποίηση και κριτική.

Ο Εγγονόπουλος έδωσε την προσωπική του μάχη κάτω από δύσκολες συνθήκες. Την περίοδο 42-43 μετά και την προσωπική του εμπειρία από το Αλβανικό μέτωπο, γράφει το Μπολιβάρ, «ένα ελληνικό ποίημα», με το οποίο αποκτά δικαιωματικά εξέχουσα θέση στη νεότερη λογοτεχνική πραγματικότητα της Ελλάδας. Είναι ένας πραγματικός ύμνος στην ανθρώπινη υπόσταση που αγωνίζεται για την ελευθερία. Η υποδοχή του Μπολιβάρ υπήρξε ευτυχέστερη. Τα επόμενα χρόνια είδαν το φως, «η Επιστροφή των πουλιών» (1946), «Ελευσίς» (1948), «Εν ανθήρω Ελληνι Λόγω» (1957) που θα αποσπάσει το Α΄ Κρατικό βραβείο Ποίησης.

Τον Νοέμβριο του 1978 η ποιητική του συλλογή «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες» με είκοσι έγχρωμους πίνακες και ένα σχέδιο, αποσπά για δεύτερη φορά το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το 1980 θα εκδοθεί το κείμενο «Ο Καραγκιόζης, ένα ελληνικό Θέατρο Σκιών» . Το 1987 θα συγκεντρωθούν σε μια έκδοση τα «Πεζά κείμενα» με δύο έγχρωμους πίνακες, με σημειώματα, άρθρα του και ποιήματα. Το 1993 εκδόθηκαν επιστολές του προς τη σύζυγό του Λένα, με τον τίτλο «...Και σ’ αγαπώ παράφορα» με δεκαπέντε έγχρωμους πίνακες.

Η προσφορά του στη ζωγραφική υπήρξε το ίδιο σημαντική όπως η ποίησή του. Άντλησε τις εμπνεύσεις του από τη μυθολογία, τη δημοτική παράδοση, τα σύγχρονα ρεύματα της Ευρωπαϊκής ζωγραφικής, τα έντυσε με μια απολύτως υπερρεαλιστική τεχνική, την προσωπική ματιά του και ύφος. Η κυριότερη μελετήτρια του Νίκου Εγγονόπουλου Νίκη Λοϊζίδη, αναφέρεται συχνά στις βυζαντινές επιδράσεις που διατρέχουν το έργο του. «Τη Βυζαντινή Τέχνη σπούδασα κοντά σε δύο άξιους διδασκάλους, τον μεγάλο επιστήμονα, τον καθηγητή Ανδρέα Ξυγγόπουλο, τον υπερεξαίρετο γνώστη της Βυζαντινής ζωγραφικής και τον πασίγνωστο Φώτη Κόντογλου, τον ζωγράφο και τον συγγραφέα με την γενναία ψυχή».

Δηλώνει επίσης πολύ αργότερα σχετικά με την εκκλησιαστική ζωγραφική, «Δεν συνέχισα βέβαια, για πολύ την εκκλησιαστική ζωγραφική, δεν είχα την κλίση. Όμως τα βυζαντινά στοιχεία είναι εμφανέστατα σε όλη μου τη δουλειά». Ο Ν. Εγγονόπουλος άρχισε να ζωγραφίζει με την τεχνική της αυγοτέμπερας στα πρώτα χρόνια του ’30. Στην Ελλάδα της εποχής αρχίζει η στροφή προς τις ρίζες. Τότε ανοίγει το Βυζαντινό Μουσείο, το Μουσείο Μπενάκη και πραγματοποιείται διεθνές Βυζαντινολογικό συνέδριο. Η πρώτη εικόνα που ζωγραφίζει είναι του Αγ. Νικολάου το 1933. Υπογράφει «Δια χειρός Ν. Π. Εγγονόπουλου του Φαναργιώτη». Το πρώτο κοσμικό του έργο είναι ένα σχέδιο με μελάνι με κεντρικό θέμα τον ίδιο.

Ήδη τα εικονιζόμενα στοιχεία του έργου έχουν χαρακτήρα υπερρεαλιστικό. «Τον υπερρεαλισμό τον είχα μέσα μου».

Στη δεκαετία του ’40 τα έργα Βυζαντινής τεχνοτροπίας περιορίζονται. Η δεκαετία του '50 παρουσιάζει τη μεγαλύτερη παραγωγή έργων σε εικόνες και κοσμικά θέματα σημειώνοντας το τέλος της περιόδου αυτής με 2-3 έργα στις αρχές του ’60.

Τα έργα το Ν. Εγγονόπουλου έχουν παρουσιαστεί σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 27η Διεθνή Έκθεση Biennale της Βενετίας με 72 έργα του.

Πλούσιο υπήρξε επίσης το σκηνογραφικό και ενδυματολογικό του έργο για το θέατρο.




Άλλες εκδηλώσεις που θα γίνουν τον χρόνο αυτό είναι:

Θεματική-ερμηνευτική έκθεση με τίτλο «Τόπος Εγγονόπουλος» στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, Επιμέλεια Ντένη Ζαχαρόπουλου, 20 Μαϊου - 20 Ιουνίου 2007.

Διήμερο επιστημονικό συνέδριο «Εγγονόπουλος 2007: ο ποιητής και ζωγράφος», 23, 24 Νοεμβρίου 2007.

Επετειακή έκθεση που οργανώνει το Μουσείο Μπενάκη με 250 αντιπροσωπευτικά έργα και έκδοση καταλόγου με επιμελήτρια την Κατερίνα Περπινιώτη. Αγκαζίρ 13 Νοεμβρίου 2007- 6 Ιανουαρίου 2008.

Έκδοση Λευκώματος «Νίκος Εγγονόπουλος, εκατό χρόνια από τη γέννησή του: η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος...». Φιλολογική επιμέλεια της Φραγκίσκης Αμπάζογλου, καθηγ. Α.Π.Θ.

'Εμμη Πέτσιου

Ημερομηνία καταχώρησης: 19.4.2007