Πανελλήνιες εξετάσεις: μύθοι και πραγματικότητες PDF Εκτύπωση E-mail
Προβληματισμοί - Εκπαίδευση
Πέμπτη, 08 Μάρτιος 2007 19:04
του Νεόφυτου Χαριλάου

Κάθε χρόνο, λίγο πριν την περίοδο του Πάσχα, σχεδόν όλα τα Λύκεια της χώρας αποδιοργανώνονται, λόγω κυρίως της απουσίας μεγάλου αριθμού μαθητών της δευτέρας και της τρίτης τάξεως από τις αίθουσες διδασκαλίας. Πολλοί μαθητές, εκμεταλλευόμενοι τη δυνατότητα που τους δίνει ο νόμος περί απουσιών, δεν προσέρχονται στο σχολείο, με το επιχείρημα ότι θα διαβάσουν, ενώ άλλοι που έρχονται στα μαθήματα δεν έχουν διάθεση να τα παρακολουθήσουν και να συμμετάσχουν.

Αυτό είναι μία από τις πολλές παρενέργειες των πανελληνίων εξετάσεων, οι οποίες, κατά την εκτίμηση των μαθητών αλλά και μεγάλης μερίδας γονέων και καθηγητών, αποτελούν την σημαντικότερη στιγμή της σχολικής ζωής, αφού κρίνεται το επαγγελματικό μέλλον των νέων. Για πολλούς το σχολείο δεν είναι παρά η προπαρασκευή για τις πανελλήνιες εξετάσεις, οι οποίες θα επιτρέψουν στους αποφοίτους να εισαχθούν σε μια πανεπιστημιακή σχολή, που με τη σειρά της θα εξασφαλίσει ένα προσοδοφόρο επάγγελμα και κατ’ επέκταση μια άνετη και ''ευτυχισμένη'' ζωή. Η αντίληψη αυτή, διάχυτη και καλά στερεωμένη στην ελληνική κοινωνία, δημιούργησε πολλές στρεβλώσεις, σημαντικότερη από τις οποίες είναι η απουσία πραγματικής εκπαίδευσης και παιδείας στα σχολεία. Η βιομηχανία της παραπαιδείας που ανθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια στην Ελλάδα είναι ακριβώς το αποτέλεσμα αυτής της νοσηρής νοοτροπίας, που βλέπει τον μαθητή όχι σαν ανθρώπινη οντότητα εκπαιδεύσιμη, αλλά σαν έναν πελάτη προς θήρα. Πρόσφατα, συνομιλώντας με κάποιον καλό συνάδελφο, τον άκουσα να διακηρύσσει σε υψηλούς τόνους ότι έργο του σχολείου είναι να ''βάλει το μαθητή στο πανεπιστήμιο''. Ήταν μάλιστα τόσο κατηγορηματικός που δεν επέτρεπε τον παραμικρό αντίλογο.

Τέτοιες αντιλήψεις είναι αρκετά διαδεδομένες και ανάμεσα στους γονείς, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν το καλύτερο δυνατό για τα παιδιά τους ξοδεύουν πολλές χιλιάδες ευρώ το χρόνο για την ''προετοιμασία'' για τις πανελλήνιες εξετάσεις. Αν μάλιστα υπολογίσουμε ότι τα τελευταία χρόνια άλλαξε το σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια και αυξήθηκαν τα εξεταζόμενα μαθήματα από τέσσερα σε εννέα στην τρίτη Λυκείου και καθιερώθηκαν επτά στην δευτέρα Λυκείου, τότε μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο διευρύνθηκε ο ''κύκλος εργασιών'' της παραπαιδείας.

Είναι όμως πράγματι οι πανελλήνιες εξετάσεις η κορυφαία στιγμή για ένα μαθητή;

Η απάντηση κατά την άποψη μου είναι όχι, χωρίς να σημαίνει ότι δεν πρέπει οι μαθητές να περνάνε από γραπτές δοκιμασίες και μάλιστα υψηλού επιπέδου. Νομίζω όμως ότι το πρόβλημα είναι πολύ πιο σύνθετο για να απαντηθεί μονολεκτικά. Ο τρόπος ή το σύστημα εισαγωγής σ’ ένα πανεπιστήμιο είναι ή θα έπρεπε να είναι ένα δευτερεύον ζήτημα του εκπαιδευτικού συστήματος. Πρώτη προτεραιότητα της πολιτείας αλλά και κάθε κοινωνίας θα πρέπει να είναι η σωστή εκπαίδευση του μαθητή (σωματική, ψυχική και διανοητική) και μετά η επαγγελματική αποκατάσταση. Στην ευαίσθητη εφηβική ηλικία ο νέος έχει πρωταρχικά ανάγκη να γνωρίσει τον εαυτό του, να καλλιεργήσει τη συλλογικότητα μέσα από δράσεις συνεργασίας, να εξωτερικεύσει συναισθήματα, να μάθει να παίρνει πρωτοβουλίες, να μάθει να εργάζεται ερευνητικά και να καλλιεργήσει τις δεξιότητες και τις ικανότητές του. Ένας καλά πληροφορημένος, καλλιεργημένος και ψυχικά υγιής μαθητής είναι βέβαιο ότι μπορεί πιο εύκολα να επιλέξει τον επαγγελματικό του δρόμο. Αντ’ αυτού, στα ελληνικά σχολεία σήμερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Τα προγράμματα σπουδών είναι προσανατολισμένα κατά κύριο λόγο στην απομνημόνευση και στη λύση ασκήσεων για τις επερχόμενες εξετάσεις. Ο μαθητής καλείται να αντεπεξέλθει σε ένα τεράστιο όγκο πληροφοριών, εν πολλοίς άχρηστο για την μετέπειτα ζωή του, χωρίς ουσιαστικά να τις αφομοιώνει δημιουργικά και να τις εντάσσει σ’ ένα ευρύτερο γνωσιολογικό πλαίσιο.

Για να γίνει κατανοητό αυτό θα αναφέρω ένα παράδειγμα. Στη δευτέρα Λυκείου υπάρχει το μάθημα της φιλοσοφίας, το οποίο εξετάζεται και σε πανελλήνιο επίπεδο. Ένας από τους στόχους του μαθήματος αυτού είναι να εξοικειωθούν οι μαθητές με αυτή την δραστηριότητα του πνεύματος και να κατανοήσουν έτσι την φιλοσοφική προβληματική που αναπτύχθηκε από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα. Ο στόχος αυτός αν και θεμελιώδης, δεν καλύπτει από μόνος του την ουσία του μαθήματος, που κατά τη γνώμη μου είναι η διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων του μαθητή, η διανοητική του καλλιέργεια και η άντληση αρχών, χρήσιμων για τη μετέπειτα ζωή του. Αντίθετα, το διδασκόμενο βιβλίο, Αρχές Φιλοσοφίας, είναι μια σύνοψη διαφόρων φιλοσοφικών θεωριών, με δύσκολους φιλοσοφικούς όρους και δυσνόητα αποσπάσματα τα οποία τελικά, αν δεν εξηγηθούν και δεν διδαχθούν με ορθό τρόπο, αφήνουν στο μαθητή μια διανοητική θολούρα για το τι είναι φιλοσοφικός στοχασμός και μια εντύπωση ακατανόητου περί της φιλοσοφίας. Είναι δε περιττό να αναφέρω την παταγώδη αποτυχία στις πανελλήνιες εξετάσεις κάθε χρόνο στο μάθημα αυτό, απόδειξη όχι τόσο της δυσκολίας του μαθήματος αλλά της κακής δομής και του περιεχομένου του βιβλίου.

Το παράδειγμα της φιλοσοφίας δυστυχώς δεν είναι το μόνο. Τα περισσότερα μαθήματα, καθώς είναι προσανατολισμένα στις πανελλήνιες εξετάσεις, δεν συνδέονται με την ίδια τη ζωή, γι’ αυτό και οι μαθητές τα βλέπουν μόνο ως το μέσον για την είσοδο τους σε μια σχολή. Φορτωμένοι με πολύ άγχος, προσπαθούν να αντεπεξέλθουν σ’ έναν αγώνα δρόμου στον οποίο το όλο εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και η ίδια η κοινωνία τους έχει επιβάλει, χωρίς να τους δίνεται ο χρόνος και τα κατάλληλα ερεθίσματα, ώστε να συνειδητοποιήσουν τι πραγματικά θέλουν. Οι μαθητές εκόντες άκοντες καταβάλλουν από πολύ νωρίς μεγάλες προσπάθειες για την προετοιμασία τους για τις εισαγωγικές εξετάσεις, με σκοπό να μπουν στην πολυπόθητη σχολή και να ικανοποιήσουν τις επαγγελματικές τους φιλοδοξίες. Αυτό αποτελεί τον μείζονα σκοπό όλης της σχολικής τους ζωής, ειδικά τα δύο τελευταία έτη του Λυκείου. Και αυτό συμβαίνει όχι γιατί οι ίδιοι έχουν σκεφθεί και επεξεργαστεί αυτή τους την επιλογή, αλλά γιατί το σχολείο αλλά και η νοοτροπία των ενηλίκων τους το επιβάλλει. Πολύ λίγοι γνωρίζουν ποιο επάγγελμα τους εκφράζει πραγματικά και είναι διατεθειμένοι να το ακολουθήσουν. Οι περισσότερες επιλογές των μαθητών πηγάζουν όχι από το τι πραγματικά θέλουν αυτοί, αλλά είναι επηρεασμένες από το τι επιθυμούν οι γονείς ή χειρότερα από το ποιο επάγγελμα έχει μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική καταξίωση. Γι’ αυτό και είναι χιλιάδες τα παραδείγματα των μαθητών που άλλο σπούδασαν και άλλο τελικά έκαναν στην ζωή τους και αυτό όχι τόσο γιατί η αγορά εργασίας δεν μπορούσε να τους δεχθεί αλλά γιατί έσφαλαν στην επιλογή τους.

Από την άλλη, οι κατά καιρούς κυβερνώντες ''μεταρρυθμίζουν'' το εκπαιδευτικό σύστημα στη Μέση Εκπαίδευση, επικεντρώνοντας κατά κύριο λόγο τις αλλαγές στο σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Οι όποιες άλλες αλλαγές που αναφέρονται στην αγωγή των μαθητών και στην καλλιέργειά τους περνούν σε δεύτερη μοίρα. Σ’ αυτό δε το σημείο είναι πολύ μεγάλη η ευθύνη της κοινωνίας και ειδικότερα των εκπαιδευτικών, οι οποίοι καλούνται να εφαρμόσουν στην πράξη τις όποιες προβλεπόμενες αλλαγές. Δεν είναι τυχαίο που από την τελευταία μεταρρύθμιση, η οποία προέβλεπε και πολλά άλλα εκτός του εξεταστικού συστήματος, τελικά το μόνο που εφαρμόστηκε και παρέμεινε στη συνείδηση όλων ως η ουσιώδης αλλαγή ήταν οι πανελλήνιες εξετάσεις. Το γιατί εύκολα κανείς μπορεί να το καταλάβει παρατηρώντας τους τεράστιους τζίρους της παραπαιδείας.

Οι πανελλήνιες εξετάσεις, που ως θεσμός άλλαξε πολλές φορές τα τελευταία τριάντα χρόνια, αποτέλεσε ίσως τον πιο αδιάβλητο εκπαιδευτικό θεσμό, παρά το γεγονός ότι δέχθηκε επανειλημμένα κριτική ως προς τη μορφή και το περιεχόμενό του. Ο πανελλήνιος χαρακτήρας των εξετάσεων, οι δικλίδες ασφαλείας που προέβλεπε, η δημοσιότητα που λάμβαναν κάθε φορά οι εξετάσεις, κατέστησαν τον θεσμό αρκετά αξιόπιστο στα μάτια των περισσότερων. Η πολιτεία πάντοτε φρόντιζε να διαφυλάσσει το κύρος του θεσμού με αδιάβλητες διαδικασίες, ώστε κατά το δυνατόν να εξασφαλίζεται η αντικειμενικότητα και η διαφάνεια των αποτελεσμάτων.

Ωστόσο, το επίσημο κράτος ποτέ δεν τόλμησε να καινοτομήσει όσον αφορά τις πανελλήνιες εξετάσεις, διαχωρίζοντας το Λύκειο από το πανεπιστήμιο, είτε από έλλειψη εμπιστοσύνης στην εκπαιδευτική κοινότητα είτε γιατί δεν ήθελε να αποποιηθεί του δικαιώματός του να κάνει μικροπολιτική, καθορίζοντας τον αριθμό των εισακτέων στα πανεπιστήμια. Αντίθετα, με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που ισχύει εδώ και πέντε χρόνια, η σύνδεση του Λυκείου με το πανεπιστήμιο έγινε μεγαλύτερη, αφού οι τελικές σχολικές εξετάσεις των δύο τελευταίων τάξεων του Λυκείου έγιναν εισαγωγικές για το πανεπιστήμιο. Η τόσο στενή όμως σύνδεση του Λυκείου με το πανεπιστήμιο αν και έχει κάποιες θετικές πλευρές, έχει πολύ περισσότερες αρνητικές. Η εντατικοποίηση των μαθημάτων με σκοπό την ολοκλήρωση μιας συγκεκριμένης ύλης και η επικέντρωση εκπαιδευτικών και μαθητών στον σκοπό αυτό, φόρτωσαν με πολύ άγχος τους μαθητές αλλά και τους καθηγητές και έτσι χάθηκε σε μεγάλο βαθμό η ουσία της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Οι περισσότεροι μαθητές, ήδη από την πρώτη Λυκείου προσανατολίζονται και προετοιμάζονται για τις εξετάσεις, θεωρώντας έτσι ότι θα είναι περισσότερο ικανοί να πετύχουν την είσοδο τους σ’ ένα πανεπιστήμιο. Η γενική παιδεία που υποτίθεται επιδιώκεται στο Λύκειο δεν υφίσταται, αφού οι μαθητές επιλέγουν να διαβάσουν μόνο ότι θα είναι χρήσιμο για τις πανελλήνιες εξετάσεις. Μοιραία, ο προβληματισμός, η καλλιέργεια της δημιουργικής σκέψης, η ψυχική καλλιέργεια, η σωματική άσκηση και πάρα πολλές άλλες δραστηριότητες που διαμορφώνουν τον καθολικό άνθρωπο και καθιστούν ευχάριστη και δημιουργική τη σχολική ζωή τίθενται στο περιθώριο. Μόνο η φιλοτιμία και το μεράκι αρκετών εκπαιδευτικών αλλά και η επιθυμία των μαθητών για άλλου είδους σχολικές δράσεις έρχεται να αντισταθμίσει το έλλειμμα της πολιτείας και τις απαιτήσεις της κοινωνίας που όλο και περισσότερο στρέφεται προς τον ωφελιμισμό.

Πώς όμως θα αλλάξει αυτή η κατάσταση; Φταίνε οι εξετάσεις για το κατάντημα της Μέσης Εκπαίδευσης;

Κατά καιρούς η εκπαιδευτική κοινότητα διατύπωσε προτάσεις για την αλλαγή του συστήματος εξετάσεων σε συνδυασμό με την αποσύνδεση του Λυκείου από το Πανεπιστήμιο. Η λύση αυτή, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της, θα έδινε τη δυνατότητα εκπαιδευτικής αυτονόμησης του λυκείου και ταυτόχρονα θα κατάφερνε ένα γερό πλήγμα στην παραπαιδεία. Παράλληλα, θα απελευθέρωνε διδάσκοντες και διδασκόμενους από το άγχος των εξετάσεων και θα διευκόλυνε την ανάπτυξη μιας πιο υγιούς εκπαιδευτικής διαδικασίας, μέσα από πολλαπλές και παντοειδείς δράσεις. Η άποψη αυτή, που διατυπώνεται αρκετά σοβαρά και σήμερα, συνδέεται επίσης με την ανεξαρτησία των ίδιων των πανεπιστημίων, τα οποία δέχονται κάθε χρόνο τους αποφοίτους των λυκείων, τον αριθμό των οποίων καθορίζει η εκάστοτε κυβέρνηση. Είναι δε γνωστό πως ο αριθμός αυτός είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που μπορούν τα πανεπιστήμια να εκπαιδεύσουν. Οι εκάστοτε κυβερνήσεις για λόγους μικροπολιτικού συμφέροντος κωφεύουν στο αίτημα των πανεπιστημίων για δραστικό περιορισμό των εισακτέων και έτσι συνειδητά υποβαθμίζουν την ποιότητα των πανεπιστημιακών σπουδών, αφού είναι γνωστό ότι οι υποδομές και το διδακτικό προσωπικό των ανωτάτων ιδρυμάτων δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν σε τόσο μεγάλο αριθμό φοιτητών.

Ωστόσο, η αποσύνδεση του Λυκείου από το Πανεπιστήμιο, αν και φαίνεται πως είναι μια αναγκαία επιλογή για την αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, ενέχει και πολλούς κινδύνους, κυρίως λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης της πολιτείας προς την εκπαιδευτική κοινότητα και αντίστροφα. Η άποψη που ακούγεται πολύ συχνά, να καθορίζεται δηλαδή ο τρόπος εισαγωγής στα ανώτατα ιδρύματα από τα ίδια τα πανεπιστήμια, όπως γίνεται σε πολλές χώρες, φαντάζει ως η ιδανική λύση, αλλά σκοντάφτει στο ότι δεν υπάρχουν οι υποδομές για κάτι τέτοιο και επιπλέον δεν διασφαλίζει την αξιοκρατία.

Έτσι, η εκάστοτε κυβέρνηση θέλοντας να διασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξουν παρατυπίες και αδικίες, επιβάλλει άνωθεν τον τρόπο εισαγωγής στα πανεπιστήμια, μη υπολογίζοντας τις ''παράπλευρες απώλειες'' που ήδη αναφέρθηκαν. Οι εκπαιδευτικοί από την άλλη, που καλούνται να υλοποιήσουν τις αποφάσεις, αισθάνονται κάθε φορά ότι χρησιμοποιούνται από την εξουσία χωρίς οι ίδιοι να έχουν ουσιαστικό λόγο σ’ αυτό που πρόκειται να εφαρμόσουν. Γι’ αυτό και βλέπουμε πολλές φορές απεργίες μέσα στις εξετάσεις και άλλες αντιδράσεις, που τελικά βλάπτουν τους μαθητές. Όλα αυτά δημιούργησαν σ’ ένα πολύ μεγάλο βαθμό δυσπιστία μεταξύ πολιτείας και εκπαιδευτικής κοινότητας, γεγονός που επέδρασε καθοριστικά στην όλη λειτουργία των σχολείων, η οποία χωρίς υπερβολή επαφίεται στον πατριωτισμό και το φιλότιμο των εκπαιδευτικών.

Η εξετασιολογία είναι η εύκολη λύση για τους περισσότερους εμπλεκόμενους φορείς, γιατί τουλάχιστον έτσι υπάρχει ένας στόχος στον οποίον πρέπει όλοι να κατατείνουν. Ακόμη και οι εκπαιδευτικοί, δυσκολεύονται να συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα της αυτονόμησης και ανεξαρτησίας του λυκείου από το πανεπιστήμιο γιατί τότε θα πρέπει να αναδιαταχθεί όλο το σύστημα και οι ίδιοι να ξεβολευτούν από συνήθειες δεκαετιών. Πολλοί φοβούνται ότι η αποσύνδεση θα τους αφαιρέσει και την τελευταία εξουσία που έχουν απέναντι στους μαθητές, γεγονός που θα κάνει τη ζωή τους δύσκολη και θα πλήξει το κύρος τους. Επίσης, η επανεξέταση των στόχων των προγραμμάτων σπουδών θα επιβάλει στον εκπαιδευτικό την αναθεώρηση της μεθοδολογίας του μέσα στην τάξη και της εν γένει αντιμετώπισης του μαθητή. Όλα αυτά προϋποθέτουν, πέρα από την πολιτική βούληση για εκπαιδευτική αλλαγή και την αποδοχή από την κοινωνία του νέου προσανατολισμού του σχολείου, κυρίως τη θερμή υποστήριξη της εκπαιδευτικής κοινότητας, η οποία πρέπει επιτέλους κάποτε να προβάλει ουσιαστικά αιτήματα παιδείας και όχι μόνο αύξηση των οικονομικών απολαβών.

Το σχολείο ως φορέας αγωγής των νέων ανθρώπων θα πρέπει να γίνει η αιχμή του δόρατος για την κοινωνική αλλαγή προς το καλύτερο και όχι ο ακόλουθος μιας κοινωνίας που θέλει πάντα να συντηρεί τα κεκτημένα, καλά ή κακά και αναπαράγει για δεκαετίες το ίδιο εκπαιδευτικό μοντέλο κακομοιριάς. Είναι ανάγκη η κοινωνία να παρατηρήσει ειλικρινά τον εαυτό της, να μετρήσει καλά τα θετικά και τα αρνητικά του εκπαιδευτικού παρελθόντος της και να προσπαθήσει να αφουγκραστεί τα μηνύματα των καιρών. Το νέο κρασί δεν μπορεί να μπει σε παλιούς ασκούς. Κάθε νέα γενιά φέρει εν δυνάμει μέσα της το νέο στοιχείο γι’ αυτό πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά από τους ενηλίκους. Δεν μπορεί στην αυγή του 21ου αιώνα όπου η επιστήμη προχωρά με ταχύτατους ρυθμούς και η γνώση αλλάζει κάθε δέκα χρόνια, εμείς να προσπαθούμε με μεθόδους του παρελθόντος να αντιμετωπίσουμε τις ανάγκες των νέων. Η έξαρση των προβλημάτων των νέων (εγκληματικότητα, βία, ναρκωτικά κ.τ.λ.) είναι νομίζω ο αψευδής μάρτυρας της συνολικής κακής εκπαίδευσης που υφίσταται η νεολαία.

Το μέλλον ανήκει στο ελεύθερο και δημιουργικό σχολείο. Ένα σχολείο που θα έχει ως στόχο όχι την επίδοση και την επαγγελματική αποκατάσταση αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Ένα σχολείο που η γνώση θα κατακτάται με κόπο αλλά και με χαρά, όπου θα σφυρηλατούνται προσωπικότητες όχι για να ''επιτύχουν'' ή να ανταγωνιστούν η μία την άλλη αλλά για να είναι δεκτικές και έτοιμες να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της ζωής. Ένα σχολείο που πρώτα απ’ όλα θα σέβεται τον εαυτό του και θα καθορίζει αυτό τις αρχές κάτω από τις οποίες θα λειτουργεί. Ένα σχολείο τελικά που ο κάθε συμμετέχων θα το αισθάνεται δικό του γιατί θα αποτελεί μέρος της δικής του ζωής.

Οι πανελλήνιες εξετάσεις με τη σημερινή τους μορφή, όπως και πολλοί άλλοι σχολικοί θεσμοί, είναι από καιρό ξεπερασμένες και όσο περισσότερο τις διατηρούμε σε ισχύ τόσο περισσότερο θα εγκλωβίζουμε τους νέους ανθρώπους σε αδιέξοδα και θα καταστρέφουμε το παρόν και το μέλλον τους. Οι αλλαγές χρειάζονται τόλμη και φαντασία, την οποία νομίζω ο λαός μας έχει αποδείξει ότι διαθέτει περίσσια. Κατά καιρούς διατυπώθηκαν ενδιαφέρουσες ιδέες και προτάσεις που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην πραγματική μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Θα περιοριστώ σ’ αυτές που θεωρώ σημαντικότερες.

Η αυτονόμηση κάθε εκπαιδευτικής βαθμίδας, με την αποσύνδεση του Λυκείου από το πανεπιστήμιο, όπως αναφέρθηκε πριν, η παροχή πραγματικής γενικής παιδείας, η εισαγωγή νέων μαθημάτων που αποσκοπούν κυρίως στην αυτογνωσία, την ψυχική καλλιέργεια και την ανάδειξη των δεξιοτήτων του μαθητή, ο περιορισμός της ύλης των διδακτικών αντικειμένων και η σύνδεσή τους με την ζωή, ο συνδυασμός θεωρίας και πράξης κατά τη διδασκαλία και η αλλαγή της διδακτικής πρακτικής με τη χρήση νέων τεχνολογιών είναι μερικές από τις άμεσα εφαρμόσιμες λύσεις ώστε να αρχίσει να αλλάζει το κλίμα στη Μέση Εκπαίδευση.

Ως προς το υπάρχον εξεταστικό σύστημα επιβάλλεται η κατάργηση των πανελλήνιων εξετάσεων στη δευτέρα Λυκείου, ώστε να απελευθερωθούν οι μαθητές από το μεγάλο στρες και να διοχετεύσουν την ενεργητικότητά τους σε άλλες δημιουργικές δράσεις. Μακροπρόθεσμα η εισαγωγή των μαθητών στις ανώτατες σχολές θα πρέπει να γίνει ελεύθερη, αφού βέβαια δημιουργηθούν οι απαραίτητες υποδομές και το κάθε πανεπιστήμιο καθορίσει τους όρους και τις προϋποθέσεις που θα κάνει δεκτούς τους φοιτητές του. Οι όποιες εξετάσεις πάντως μετά το λύκειο θα πρέπει να ελέγχουν τη συνολική γνώση και των τριών τάξεων του λυκείου και να λαμβάνουν υπόψη επίσης και άλλους παράγοντες, όπως τις ιδιαίτερες δεξιότητες του μαθητή, τη συνθετική του σκέψη, την ικανότητα εφαρμογής της θεωρητικής γνώσης, την πρωτοβουλία και την αυτενέργεια, τη συνεργατικότητα και τη γενική παιδεία. Σήμερα άλλωστε ξέρουμε πολύ καλά πως αυτό που παίζει μεγαλύτερο ρόλο σε μια επιτυχημένη επαγγελματική καριέρα δεν είναι η τόσο η υψηλή ευφυΐα όσο η συναισθηματική νοημοσύνη, δηλαδή η ισορροπημένη ψυχική και διανοητική κατάσταση του ατόμου. Σε πειράματα που έγιναν στις ΗΠΑ, όπου ψυχολόγοι και παιδαγωγοί παρακολούθησαν επί σειρά ετών την εξέλιξη της ζωής ομάδας μαθητών μέχρι και την επαγγελματική τους κατάληξη, αποδείχθηκε πως οι μαθητές που διέθεταν μικρότερο δείκτη ευφυΐας (IQ) αλλά υψηλότερο δείκτη συναισθηματικής νοημοσύνης (EQ) είχαν πολύ μεγαλύτερο βαθμό επιτυχίας στο επάγγελμά τους και μια πολύ πιο ισορροπημένη ζωή. (1)

Η καθολική αντιμετώπιση του μαθητή ως οντότητας ψυχοδιανοητικής είναι λοιπόν επιβεβλημένη. Η φιλοδοξία, ο εγωισμός και ο ανταγωνισμός που καλλιεργείται στο σχολείο πρέπει να αντικατασταθούν από το πνεύμα συνεργασίας, ερευνητικής δράσης και ανθρωπισμού μέσα από ανάλογα μαθήματα. Το σχολείο με τις υπάρχουσες δομές ελάχιστα όμως μπορεί να ανταποκριθεί σ’ αυτό. Χρειάζεται πολύς δρόμος να διανυθεί για να αλλάξουν κατεστημένες νοοτροπίες πολλών χρόνων. Για να αρχίσει όμως κάτι να αλλάζει πρέπει πρώτα να αλλάξει η κατεύθυνση και ο προσανατολισμός του σχολείου και συγχρόνως να αναθεωρήσουμε εμείς τις προτεραιότητές μας στη ζωή. Αν αυτό γίνει τότε και η πραγματική μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση δεν θα είναι μακριά.

(1) D. Goleman, Η συναισθηματική νοημοσύνη. Μετάφραση Άννα Παπασπύρου, Αθήνα 1995. Ελληνικά Γράμματα

Ημερομηνία καταχώρησης: 8.3.2007