Φιλική Εταιρεία, ο σκαπανέας της ελευθερίας της Ελλάδας PDF Εκτύπωση E-mail
Προβληματισμοί - Ιστορία - Πολιτισμοί
Τετάρτη, 08 Μάρτιος 2006 02:29
του Νεόφυτου Χαριλάου

Είναι κοινός τόπος στην ιστοριογραφία, ότι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς μακρών και επίπονων διεργασιών στο επίπεδο της ατομικής και συλλογικής συνειδήσεως των ανθρώπων. Η περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 είναι πολύ χαρακτηριστική και συνδέεται ως ιστορικό φαινόμενο με την προηγηθείσα περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, κατά τη διάρκεια του οποίου το υπνώττον υπόδουλο ελληνικό έθνος αφυπνίστηκε και χειραφετήθηκε εθνικά. Η διάδοση της παιδείας στις ευρύτερες μάζες του ελληνικού πληθυσμού την περίοδο αυτή, η επαφή πολλών Ελλήνων με τα ελεύθερα κράτη της Ευρώπης, η γνωριμία τους με τις ιδέες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και με τις επιστημονικές ανακαλύψεις της εποχής οδήγησαν σιγά σιγά στην συνειδητοποίηση της ανάγκης για αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και για απόκτηση ελεύθερης πατρίδας.

Οι μεμονωμένες προσπάθειες Ελλήνων, όπως του Ρήγα Βελεστινλή, για την οργάνωση επαναστατικού κινήματος τα προηγούμενα χρόνια, φανέρωναν ακριβώς την ανάγκη των υποδούλων για αλλαγή της δυσμενούς γι' αυτούς κατάστασης στην οποίαν είχαν περιέλθει. Οι προηγηθείσες επαναστατικές πρωτοβουλίες, παρά την αποτυχία τους, προετοίμασαν ψυχολογικά τους Έλληνες και τους οδήγησαν στην απόφαση για συλλογικότερες δράσεις. 'Ετσι, γεννήθηκε η Φιλική Εταιρεία, η οποία κατάφερε μέσα σε λίγα σχετικά χρόνια να οργανώσει επαναστατικό κίνημα και να επιτύχει την απελευθέρωση ενός μέρους της υπόδουλης Ελλάδας.

Η Φιλική Εταιρεία ήταν μια από τις πολλές μυστικές επαναστατικές εταιρείες που εμφανίστηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα στην Ανατολική Ευρώπη. Ιδρύθηκε από τρεις 'Ελληνες της διασποράς, τον Νικόλαο Σκουφά, τον Εμμανουήλ Ξάνθο και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ στις 14 Σεπτεμβρίου 1814, χρονιά σημαδιακή για ολόκληρη την Ευρώπη και τους λαούς της, αφού μετά την ήττα του Ναπολέοντα από την Τετραπλή Συμμαχία (Πρωσία, Ρωσία, Αυστρία, Αγγλία), οι φιλελεύθερες ιδέες και τα ριζοσπαστικά κινήματα τέθηκαν στο στόχαστρο της πολιτικής των εν λόγω χωρών.

Η ''Ιερή Συμμαχία'' των ισχυρών απολυταρχικών κρατών της Ευρώπης, τρομοκρατημένη από τη Γαλλική Επανάσταση που προηγήθηκε και τους πολέμους που ακολούθησαν, καθιέρωσε ως υπέρτατο νόμο των εθνών την αρχή της νομιμότητας και διακήρυξε με τον πιο επίσημο τρόπο την αποφασιστικότητά της να πνίξει στο αίμα κάθε επαναστατική κίνηση που θα εμφανιζόταν. Ο Καγκελάριος της Αυστρίας Μέττερνιχ διατύπωσε με μεγάλη σαφήνεια και κυνικότητα την πολιτική του φιλοσοφία, που αποτελούσε και επίσημη πολιτική της ''Ιερής Συμμαχίας'': "Μόνο οι μονάρχες έχουν δικαίωμα να καθορίζουν τις τύχες των λαών, οι ηγεμόνες ευθύνονται για τις πράξεις τους μόνο απέναντι στον Θεό''. Σύμφωνα με τις αρχές αυτές η σκλαβιά από ξένο δυνάστη -στην περίπτωση των Ελλήνων, το Σουλτάνο- ήταν ευλογημένη από το Θεό. Επιπλέον, η πολιτική της ''Ιερής Συμμαχίας'' δεν έμεινε απλώς στις διακηρύξεις κατά των επαναστατικών κινημάτων. Στις επίσημες θέσεις της υπήρχε άρθρο που προέβλεπε την αποστολή στρατευμάτων για την κατάπνιξη κάθε επαναστατικού κινήματος που θα εμφανιζόταν σε χώρα της Ευρώπης. Λίγο αργότερα, η Συμμαχία κάνοντας χρήση του άρθρου αυτού απέστειλε στην Ισπανία και την Ιταλία στρατιωτικές δυνάμεις και κατέπνιξε στο αίμα τα εκεί επαναστατικά κινήματα που είχαν ξεσπάσει.

Το διεθνές περιβάλλον στη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα ήταν εχθρικό από κάθε άποψη για την εμφάνιση φιλελεύθερου κινήματος στην Ευρώπη, γεγονός που καθιστούσε δύσκολη αν όχι αδύνατη την προβολή και πολύ περισσότερο την διεκδίκηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών. Ωστόσο, τα κηρύγματα της Γαλλικής Επανάστασης, οι φιλελεύθερες ιδέες, τα ανθρώπινα δικαιώματα, με πρώτο απ' όλα το δικαίωμα της ατομικής ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης των λαών, είχαν ήδη γεννηθεί στις ψυχές και το πνεύμα των ανθρώπων και το ρεύμα αυτό σάρωνε όλη της Ευρώπη. Μυστικές εταιρείες, όπως αυτή των ''Καρμπονάρων'' και των ''Τεκτόνων'' έγιναν τα εκκολαπτήρια φιλελεύθερων ιδεών και επαναστατικών κινημάτων και αποτέλεσαν μεγάλο πρόβλημα για τους μονάρχες της Ευρώπης.

Από την πλευρά των Ελλήνων, στις αρχές του 19ου αιώνα παρατηρείται μεγάλη σχετική δραστηριότητα. Πριν από την Φιλική Εταιρεία είχαν ιδρυθεί κι άλλες εταιρείες, όπως το ''Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον'', η '' Φιλόμουσος Εταιρεία της Βιέννης'' κ.ά. που με το πρόσχημα της πνευματικής καλλιέργειας του γένους επεδίωκαν την εθνική αποκατάσταση. Η πιο οργανωμένη όμως και ουσιαστική προσπάθεια έγινε στην Οδησσό της Ρωσίας από τους τρεις προαναφερθέντες 'Ελληνες, οι οποίοι ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία, με απώτερο σκοπό την απελευθέρωση της Ελλάδας. Οι τρεις ιδρυτές της ήταν άσημοι και απλοί 'Ελληνες της διασποράς, που όμως διέθεταν φλογερό πατριωτισμό και επαναστατικό φρόνημα. Στο παρελθόν, ήταν μέλη και άλλων μυστικών εταιρειών με συνωμοτική δράση. Συνένωσαν τον ενθουσιασμό και τις γνώσεις τους γύρω από τα μυστικά σύμβολα και τους συνωμοτικούς κανόνες αποβλέποντας στον ίδιο σκοπό. Προτού προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια, καθιέρωσαν κρυπτογραφικό κώδικα για την αλληλογραφία των μελών της Εταιρείας και όρισαν τα αρχικά γράμματα που θα χρησιμοποιούσε ο καθένας. Δεν υπήρχαν μανιφέστα ή διακηρύξεις και πέρασε τουλάχιστον ένας χρόνος πριν αποκτήσει η Εταιρεία οργανωτική δομή και να συνταχθούν οι πρώτοι όρκοι μυήσεως των μελών της.

Κατά το πρώτο διάστημα μετά την ίδρυση της Εταιρείας, -όπως μας πληροφορεί ο Ιωάννης Φιλήμων, ο πρώτος ιστορικός της Φιλικής Εταιρείας- ο Σκουφάς προσπάθησε να εξασφαλίσει την υποστήριξη των πλούσιων εμπόρων της Μόσχας και της Οδησσού, αλλά αυτοί τον μεταχειρίστηκαν σαν άξεστο χωρικό και τον έδιωξαν. Το γεγονός ότι ο Σκουφάς ήταν ένας άσημος και φτωχός απόδημος, χωρίς κάποια θέση στην κοινωνία των πλούσιων εμπόρων και μάλιστα είχε αποτύχει πρόσφατα οικονομικά, τον καθιστούσε εκ των προτέρων ακατάλληλο να διαχειρισθεί ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, όπως ήταν η οργάνωση απελευθερωτικού κινήματος. Ο Σκουφάς, όπως και οι άλλοι Φιλικοί, σύντομα συνειδητοποίησε ότι δεν αρκούσε απλά και μόνο η ανοικτή δήλωση της απόφασης για την απελευθέρωση της πατρίδας για να προσελκύσει όλους τους Έλληνες, ιδιαίτερα μάλιστα εκείνους που κατά τεκμήριο ήταν οι πιο ισχυροί και θα μπορούσαν να συνεισφέρουν ουσιαστικά στο σκοπό αυτό. Χρειαζόταν πρωταρχικά η έξωθεν καλή μαρτυρία, το ισχυρό κύρος επιφανών ανδρών και παράλληλα οργανωτική δομή και επαρκής οικονομική βάση για την οργάνωση επαναστατικού κινήματος με ελπίδες επιτυχίας. Γι' αυτό το λόγο, για μεγάλο χρονικό διάστημα, πριν ακόμη ορισθεί ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ως αρχηγός της Εταιρείας, οι Φιλικοί άφηναν να εννοηθεί ότι ανώτατη αρχή της Εταιρείας ήταν ο Τσάρος Αλέξανδρος ή ο Ιωάννης Καποδίστριας.

Ουσιαστικά η Εταιρεία ιδρύθηκε και ελεγχόταν στη συνέχεια από 'Ελληνες των κοινοτήτων της ελληνικής διασποράς, που πρόσφατα είχαν εγκατασταθεί στη Ρωσία και στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Βρήκε σταθερούς και αφοσιωμένους υποστηρικτές όχι μεταξύ των μεγαλοαστών και των αριστοκρατών, αλλά μεταξύ των μικροεμπόρων, των υπαλλήλων, των τεχνιτών, των πραματευτάδων και των μισθοφόρων στρατιωτικών. Αξίζει δε να σημειωθεί πως ακόμη και προοδευτικοί λόγιοι, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, δεν μυήθηκαν στην Φιλική Εταιρεία, ίσως γιατί πίστευαν και διακήρυσσαν ότι το γένος θα έπρεπε πρώτα να εκπαιδευθεί περισσότερο και μετά να αναζητήσει την ελευθερία του.

Η Εταιρεία απευθυνόταν τον πρώτο καιρό μόνο σε ''Έλληνας φιλοπάτριδας'', προς ''όλους τους εκλεκτούς και ανδρείους των ομογενών''. Οι αλλοεθνείς αποκλείονταν, όπως και οι γυναίκες και μόνο αργότερα έγιναν δεκτές λίγες γυναίκες και ορισμένοι ξένοι κατ' εξαίρεσιν. Μέχρι και το 1817 η Εταιρεία δεν αναπτύχθηκε σημαντικά λόγω των σοβαρών δυσκολιών που συνάντησε. Από το 1818 και πέρα όμως γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη, όταν οι αρχηγοί της εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και δώδεκα απόστολοι στάλθηκαν εκεί όπου υπήρχαν ελληνικές κοινότητες. Το 1819 μυήθηκαν στην Εταιρεία οι περισσότεροι αρχιερείς και πρόκριτοι της Πελοποννήσου, ενώ το 1820 η Εταιρεία είχε εξαπλωθεί σε όλο τον ελληνικό χώρο, ηπειρωτικό και νησιωτικό. Η μεγάλη εξάπλωση της δημιούργησε όμως σοβαρό κίνδυνο αποκάλυψής της, αφού λόγω των ομαδικών κατηχήσεων που γίνονταν άρχισε να χάνεται ο έλεγχος των μυήσεων και ο αριθμός των μελών να υπερβαίνει το επιτρεπτό όριο για μυστική οργάνωση. Παράλληλα με την εξάπλωση της Εταιρείας διευρύνθηκε η ηγεσία της. Εκτός από τους τρεις ιδρυτές, στη μυστική ''Αρχή'', όπως την ονόμασαν, προστέθηκαν ο Αντώνιος Κομιζόπουλος, ο Νικόλαος Γαλάτης, ο Άνθιμος Γαζής, ο Αθανάσιος Σέκερης, ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος και άλλοι. Στις 31 Ιουλίου 1818 πέθανε ο Ν. Σκουφάς, ένας από τους ιδρυτές της. Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1820 ο Ξάνθος είχε στη Μόσχα δύο μυστικές συναντήσεις με τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον ενημέρωσε για την Εταιρεία και του ζήτησε να αναλάβει την ηγεσία, αλλά εκείνος αρνήθηκε λόγω της ευαίσθητης θέσεως του ανώτατου αξιωματούχου που κατείχε στο ρωσικό κράτος, γεγονός που εύκολα θα προκαλούσε τις υποψίες των ξένων μυστικών υπηρεσιών.

Ο Ξάνθος στράφηκε στη συνέχεια σ' έναν άλλο επιφανή Έλληνα στην υπηρεσία της Ρωσίας, τον νεαρό αξιωματικό του ρωσικού στρατού Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος δέχθηκε με μεγάλη προθυμία και ενθουσιασμό την πρόταση. Στις 12 Απριλίου 1820 υπογράφτηκε το πρακτικό ανάληψης υπηρεσίας της αρχηγίας της Εταιρείας από τον Αλ. Υψηλάντη.

Ο Υψηλάντης, μόλις ανέλαβε την αρχηγία της Εταιρείας, ήθελε να καθορίσει τον χρόνο έναρξης της επανάστασης. Πρώτα όμως φρόντισε να διερευνήσει τη στάση της Ρωσίας στο θέμα αυτό, γι' αυτό και επισκέφθηκε μυστικά τον Ιωάννη Καποδίστρια στο Υπουργείο των Εξωτερικών, ο οποίος τον ενθάρρυνε στον σκοπό του. Την ίδια περίοδο είχε ξεσπάσει στην Ελλάδα εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του Σουλτάνου και του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, γεγονός που ευνόησε την επίσπευση της απόφασης για άμεση έναρξη της Επανάστασης. Επίσης, το γεγονός ότι τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας αριθμούσαν πολλές χιλιάδες σ' όλο τον ελληνικό και μη χώρο, καθιστούσε επικίνδυνη την αναβολή της έναρξης του αγώνα, αφού υπήρχε ο κίνδυνος της προδοσίας. 'Ηδη είχαν διαρρεύσει κάποιες πληροφορίες σχετικά με την Οργάνωση στις οθωμανικές αρχές, στις οποίες άρχισαν να κινούνται υποψίες.

'Ετσι, ο Υψηλάντης μαζί με τους άλλους αρχηγούς της Εταιρείας επιδόθηκε δραστήρια σε ενέργειες για την επίσπευση της ηθικής και υλικής προετοιμασίας του αγώνα και στη μελέτη και επεξεργασία της στρατηγικής που έπρεπε να ακολουθηθεί για την οργάνωση και υλοποίηση του επαναστατικού κινήματος. Ο Υψηλάντης με προσωπικές επιστολές σε οπλαρχηγούς, λογίους και απλούς 'Ελληνες προσπάθησε να ενισχύσει το ηθικό των Φιλικών και να τους ενθαρρύνει να συστρατευθούν ενεργητικά στον αγώνα. Παράλληλα, για την υλική προπαρασκευή αναδιοργανώθηκαν οι οικονομικές εφορίες τη Εταιρείας για τη συγκέντρωση πόρων και ιδρύθηκε η ''Φιλόμουσος Γραικική Εμπορική Εταιρεία'', που με το κάλυμμα της εμπορικής εταιρείας φρόντιζε να εξασφαλίσει μεγάλα χρηματικά ποσά για την Επανάσταση.

Τον Ιούνιο του 1820, ο Υψηλάντης, αφού πήρε άδεια αορίστου χρόνου για λουτρά, έφυγε από την Πετρούπολη και μετέβη με άλλους Φιλικούς στις νότιες περιοχές της Ρωσίας για να μελετήσουν τη στρατηγική της Επαναστάσεως. Εκεί, αφού δέχθηκε διάφορα σχέδια ενέκρινε τελικά το ''Σχέδιον Γενικόν'', το οποίο είχε ευρύτητα και πληρότητα και επιδίωκε την κινητοποίηση του συνόλου των δυνάμεων του 'Εθνους σε πολλά μέρη της υπόδουλης Ελλάδας αλλά και της Μολδοβλαχίας. Παράλληλα, προέβλεπε την εξέγερση και των άλλων υπόδουλων λαών της Βαλκανικής, Σέρβων, Βουλγάρων και Μολδοβλάχων. Στο διάστημα που ακολούθησε της απόφασης για άμεση κήρυξη του αγώνα υπήρξαν πολλές διαφοροποιήσεις και αλλαγές στα αρχικά σχέδια, λόγω κυρίως των προβλημάτων επικοινωνίας μεταξύ του Υψηλάντη και των άλλων αρχηγών της Εταιρείας, εξαιτίας της διαφορετικής οπτικής μέσα από την οποία προσέγγιζαν το όλο ζήτημα, αλλά και της ιδιοτελούς και φιλόδοξης στάσης ορισμένων από αυτούς.

Παράλληλα, οι αντικρουόμενες πληροφορίες που έφταναν συνεχώς στον Υψηλάντη για γνωστοποίηση του κινήματος στον Σουλτάνο, έκαναν επιτακτική την ανάγκη για επίσπευση της Επανάστασης, παρά το γεγονός ότι δεν είχε γίνει η απαραίτητη προπαρασκευή στην Πελοπόννησο και αλλού. 'Ετσι, στις 24 Φεβρουαρίου 1821 και αφού προηγήθηκε ένα μήνα πριν στην Βλαχία (Βουκουρέστι) με υπόδειξη και καθοδήγηση της Εταιρείας το κίνημα του Ρουμάνου Θεόδωρου Βλαδιμηρέσκου, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κήρυξε την Επανάσταση στη Μολδαβία. Στη συγκινητική προκήρυξή του με τον τίτλο ''Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος'' ο αρχηγός της Επανάστασης έγραφε:

"Η ώρα ήλθεν, ω άνδρες 'Ελληνες! Προ πολλού οι λαοί της Ευρώπης, πολεμούντες υπέρ των ιδίων δικαιωμάτων και της ελευθερίας αυτών, μας επροσκάλουν εις μίμησιν (...). Οι φωτισμένοι λαοί της Ευρώπης (...) πλήρεις ευγνωμοσύνης διά τας προς αυτούς των προπατόρων μας ευεργεσίας επιθυμούσι την ελευθερίαν της Ελλάδος. Ημείς φαινόμενοι άξιοι της προπατορικής αρετής και του παρόντος αιώνος, είμεθα ευέλπιδες να επιτύχωμεν την υπεράσπισιν αυτών και βοήθειαν. (...) Το έθνος συναθροιζόμενον θέλει εκλέξει τους δημογέροντάς του, και εις την υψίστην ταύτην βουλήν θέλουσι υπείκει όλαι μας αι πράξεις. (...) Η πατρίς θέλει ανταμείψει τα ευπειθή και γνήσια της τέκνα με τα βραβεία της δόξης και τιμής, τα δε απειθή κηρύξει ως νόθα (...). Ας καλέσωμεν λοιπόν εκ νέου, ω ανδρείοι και μεγαλόψυχοι 'Ελληνες, την ελευθερίαν εις την κλασσικήν γην της Ελλάδος!''

Η επαναστατική προκήρυξη και το κίνημα του Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία θορύβησαν όχι μόνο τους Τούρκους αλλά και τους ηγέτες της Ευρώπης, οι οποίοι την περίοδο αυτή βρίσκονταν σε διάσκεψη στο Λάυμπαχ για να εξετάσουν άλλα επαναστατικά κινήματα που είχαν προηγηθεί. Αν και η Ελληνική Επανάσταση καταδικάστηκε από τους ισχυρούς της Ευρώπης και ο Υψηλάντης διαγράφηκε από τους καταλόγους του ρωσικού στρατού, εντούτοις οι 'Ελληνες επαναστάτες κατάφεραν να καταγάγουν σημαντικές νίκες στο στρατιωτικό πεδίο. Παρά την αποτυχία τελικά του κινήματος στην Μολδοβλαχία και το θάνατο του Υψηλάντη, η Επανάσταση αναπτύχθηκε στην υπόδουλη Ελλάδα και μετά από δεκαετή αγώνα οι Έλληνες απέκτησαν ελεύθερη πατρίδα.

Το όλο εγχείρημα της Φιλικής Εταιρείας, με δεδομένες τις εσωτερικές και εξωτερικές δυσκολίες, ξεπερνούσε και την πιο τολμηρή φαντασία. 'Ηταν δύσκολο να πιστέψει κάποιος ότι τρεις άσημοι και απλοί 'Ελληνες, που όμως είχαν φλογερή πίστη και επιμονή στο στόχο τους, θα κατάφερναν να οργανώσουν ένα επαναστατικό κίνημα τέτοιας εμβέλειας. Πρώτοι απ' όλους αντιλήφθηκαν την ανάγκη μιας πατρίδας που θα αναγνώριζε όλους τους 'Ελληνες ως ελεύθερους πολίτες και συνέλαβαν το σχέδιο της απελευθέρωσης της Ελλάδας. Παρά τις αντιξοότητες κατάφεραν τελικά να ενώσουν το έθνος κάτω από τη "σημαία" της Ελευθερίας.

'Ετσι οι Έλληνες πέτυχαν, πρώτοι απ' όλους τους Βαλκανικούς λαούς, την απελευθέρωσή τους από τους Οθωμανούς κατακτητές. Η κατάκτηση της ελευθερίας και ανεξαρτησίας τους υπήρξε το φωτεινό παράδειγμα και για τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης και η απαρχή του τέλους του οθωμανικού δεσποτισμού. Οι εθνικές διεκδικήσεις των υπόλοιπων βαλκανικών και άλλων εθνοτήτων που ακολούθησαν έδειξαν ότι ο σπόρος της ελευθερίας που οι υπόδουλοι 'Ελληνες έριξαν είχε ήδη φυτρώσει.

Ημερομηνία καταχώρησης: 8.3.2006