Προκαταλήψεις και θεσμοί: οι αντιστάσεις στην αλλαγή των θεσμών |
Προβληματισμοί - Ιστορία - Πολιτισμοί |
Τετάρτη, 01 Μάρτιος 2006 02:28 |
της Λίλυς Στυλιανούδη Στο άρθρο αυτό θα αναφέρουμε από την θεωρία των θεσμών εκείνα τα στοιχεία που θα βοηθήσουν στην κατανόηση, κυρίως, της έννοιας της προκατάληψης. Καταρχήν, υπάρχει μία διαδικασία δημιουργίας των θεσμών που χαρακτηρίζεται από την συνεχή αποκρυστάλλωση των διαφόρων τύπων κανόνων, οργανώσεων και πλαισίων ρύθμισης των διαδικασιών τους, πράγμα που από ένα σημείο και μετά δημιουργεί αντιστάσεις για την όποια αλλαγή τους. Δεύτερον, οι θεσμοί εμπεριέχουν την ρύθμιση της συμπεριφοράς των ατόμων που τους απαρτίζουν σύμφωνα με ορισμένα, συνεχή και οργανωμένα πρότυπα, τα οποία με την σειρά τους εμπεριέχουν μια καθορισμένη κανονιστική διάταξη. Τούτο σημαίνει, ότι η ρύθμιση βασίζεται σε κανόνες και σε επικυρώσεις οι οποίες νομιμοποιούνται από αυτούς τους κανόνες. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα σύστημα κυκλικά ανατροφοδοτούμενο, το οποίο ρυθμίζει και οργανώνει, με τον σύντομο τρόπο που παρουσιάσαμε, πρότυπα συμπεριφορών για τα άτομα ή για τις ομάδες των ατόμων που το απαρτίζουν. Οι διαδικασίες βάσει των οποίων τα άτομα ευαισθητοποιούνται ως προς τα σύμβολα, τους κανόνες και τους στόχους του θεσμού του οποίου αποτελούν μέρος, σχετίζονται σε ένα μεγάλο ποσοστό με τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να εσωτερικεύσουν και να συντηρήσουν τους κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησής των κανόνων αυτών. Και τούτο, διότι οι στάσεις των ατόμων και τα συναισθήματά τους απέναντι στον θεσμό, καθώς και η όποια αλληλοεπίδραση μεταξύ τους, αποτελούν τον βασικό παράγοντα αναπαραγωγής όλου του συστήματος των συμβολικών, φαντασιακών αναπαραστάσεων των επί μέρους ατόμων. Αυτό το πλέγμα των συμβολικών φαντασιακών αναπαραστάσεων σε συλλογική πλέον μορφή αντιστέκεται στην όποια αλλαγή του θεσμού, είτε σε τυπικό είτε σε άτυπο πλαίσιο. Οι αναπαραστάσεις αυτές μας συνδέουν αμέσως με το θεωρητικό, πλαίσιο της προκατάληψης. Η ψυχοδυναμική προσέγγιση της προκατάληψης, καθώς και στοιχεία της γνωστικής προσέγγισης, που ακολουθούμε, κυρίως, στο άρθρο αυτό, θεωρεί την προκατάληψη ως αποτέλεσμα των μηχανισμών άμυνας, όπως η προβολή και η μετάθεση, που ενεργοποιούνται για την επίλυση μιας ενδο-ψυχικής σύγκρουσης και το στερεότυπο ως γνωστική δομή που περιέχει τις γνώσεις, τις πεποιθήσεις και τις προσδοκίες που έχει ένα άτομο για μια ομάδα. Σε ένα γενικό ορισμό θα μπορούσαμε να ορίσουμε την προκατάληψη ως μία, φαινομενικά, αδικαιολόγητη αρνητική συμπεριφορά, μία ανεπιθύμητη και άδικη στάση απέναντι σε ένα άτομο ή σε μια ορισμένη ομάδα. Ο όρος προκατάληψη στην ελληνική γλώσσα είναι ρηματικό παράγωγο του ρήματος προκαταλαμβάνω, ρήμα που όταν εμφανίζεται στη γλώσσα σημαίνει (2) «καταλαμβάνω εκ των προτέρων, ιδία δια στρατιωτικής δυνάμεως (2), προφθάνω και κυριεύω». Στην ρητορική εμφανίζεται με την σημασία του «προλαμβάνω τι δια λόγου, διαπραγματεύομαι, ομιλώ περί τινος πρότερον» καθώς και «εννοώ τι πρότερον, καταλαβαίνω προηγουμένως». Στη νεώτερη γλώσσα και μεταφορικώς, σημαίνει «πείθω κάποιον να σχηματίσει γνώμη εκ των προτέρων πριν να μελετήσει κάτι επακριβώς, προδιαθέτω κάποιον για κάτι». Κατά συνέπεια, η λέξη προκατάληψη, έχει τέσσερις βασικές σημασίες, όπως μας τις δίνει το Λεξικό και σημαίνει: «1. η πρότερον κατάληψις, άλωσις, 2. ρητορικόν σχήμα, καθ'ο ο ρήτωρ προκαταλαμβάνων ενδεχομένην αντίρρησιν υπό του αντιπάλου ανασκευάζει αυτήν, 3. η προκαταρκτική αντίληψις, μάθησις, και 4. (στη νεώτερη κοινή δημοτική) γνώμη που έχει σχηματιστεί εκ των προτέρων εξ επηρεασμού και χωρίς ενδελεχή εξέταση των πραγμάτων, ιδία επί κακού» (4). Αντίστοιχα σε Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό (5) διαβάζουμε ότι η προκατάληψη είναι «γνώμη σχηματιζομένη προχείρως, άνευ της απαιτουμένης κριτικής των πραγμάτων ερεύνης ένεκα επηρεασμού εκ προσωπικών ελατηρίων ή εξ άλλων υποβολών» (6). Ήδη, η απόδοση νοήματος της ελληνικής γλώσσης φαίνεται να ορίζει ως βασικά χαρακτηριστικά της προκατάληψης την κατάληψη, την άλωση, καταστάσεις που ένα υποκείμενο υφίσταται ως αποτέλεσμα μιας πολεμικής δράσης ενός παράγοντα εχθρικού προς αυτό. Η κατάληψη εκ των προτέρων, μια δράση που προηγείται μιας άλλης, θέτουν το υποκείμενο της προκατάληψης σε θέση τρομακτικής αδυναμίας έναντι του δράστη της προκατάληψης και δυνατότητας αντίδρασης προς αυτόν. Προφθάνω και κυριεύω φαίνονται να διαγράφουν σαφώς αυτή την δράση του δράστη, που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της προκατάληψης, εφόσον η προκατάληψη συνδέεται άμεσα με την εκδήλωση της εχθρικής συμπεριφοράς. Η προκατάληψη, όμως, σημαίνει ακόμη και αντίληψη και μάθηση, πράγμα που ανταποκρίνεται τελείως στην παραδοχή ότι η προκατάληψη είναι καταρχήν μία μαθημένη συμπεριφορά σε σχέση με τον Άλλο, τον άγνωστο, τον διαφορετικό από το υποκείμενο, γι’ αυτό και τόσο φοβιστικό και απειλητικό. Ο αγγλικός όρος prejudice (7), αλλά και οι αντίστοιχοι όροι άλλων ευρωπαϊκών γλωσσών, αναφέρονται κυρίως σε μια άποψη (πρό-κριση, προ-δίκασμα) ή μια γνώμη (πρό-ληψη) την οποία σχηματίζει κανείς πολύ πριν έχει συλλέξει τα σχετικά στοιχεία και ως εκ τούτου, η γνώμη ή η άποψη στηρίζονται σε ελλιπή ή ακόμα και σε φανταστικά στοιχεία. Στις κοινωνικές επιστήμες εξετάζεται, κυρίως, το αντιληπτικό ή γνωστικό στοιχείο, ένα μόνο στοιχείο ενός πολύπλοκου φαινομένου, όπως είναι η προκατάληψη. Το στοιχείο αυτό περιέχει τις ιδέες ή τις γνώμες που έχουμε για εκείνα τα άτομα ή τις ομάδες που αποτελούν αντικείμενο μιας πρόωρης κρίσης ή άποψης. Η άποψη αυτή συνιστά αυτό που με άλλο τρόπο ονομάζουμε, επίσης, στερεότυπο. Η προκατάληψη συνεπάγεται μία συγκεκριμένη στάση υπέρ ή κατά, μία αντίστοιχη θετική ή αρνητική αξία καθώς και την συνοδεύουσα συγκινησιακή κατάσταση. Ταυτόχρονα, τόσο το άτομο που είναι φορέας προκαταλήψεων όσο και το άτομο που υφίσταται τις προκαταλήψεις, είναι έτοιμα να εκφραστούν μέσω δράσης. Υπάρχει, δηλαδή, εγγενές και το στοιχείο της ετοιμότητας προς δράση, που αποτελεί τη συμπεριφορική άποψη της προκατάληψης. Τόσο ο φορέας όσο και το υποκείμενο στην προκατάληψη άτομο αντιδρούν σε όλα όσα νομίζουν ή αισθάνονται, συμπεριφέρονται, δηλαδή, με τρόπο που αντανακλά την αποδοχή ή την απόρριψη από τους άλλους. Οι απότοκες δράσεις της προκατάληψης αποτελούν διαφόρων βαθμών εκφάνσεις της διάκρισης, όρου που συνδέεται στενά με την προκατάληψη και το στερεότυπο. Οι έρευνες, που για πάρα πολλά χρόνια γινόντουσαν ώστε να καταλάβουν οι κοινωνικοί επιστήμονες αυτό το τόσο πολύπλοκο φαινόμενο που είναι η προκατάληψη, οδήγησαν στην έννοια του εθνοκεντρισμού, μια έννοια που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει μία γενική διάθεση που καταδείκνυε ότι το άτομο το επικεντρωμένο «εθνικά» αποδέχεται με άκαμπτο τρόπο αυτούς που είναι «όμοιοι» με αυτό ως προς την κουλτούρα και απορρίπτει τα «ανόμοια» προς αυτόν άτομα, περιλαμβανομένων και ατόμων ή ομάδων της δικής του κουλτούρας, που, όμως, παρεκκλίνουν από αυτήν. Αποδεικνύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι στην προκατάληψη υπάρχει μια γενική εθνοκεντρική στάση, μεροληπτική, που δημιουργεί ένα σύνδρομο στάσεων συμπεριλαμβανομένου και του φαινομένου του αποδιοπομπαίου τράγου. Η ερευνητική ομάδα του Ινστιτούτου της Κοινωνικής Έρευνας στην Γερμανία, πριν από τον πόλεμο, προσπάθησε με μία σειρά συνεντεύξεων ψυχαναλυτικού τύπου να ερμηνεύσει το «σύνδρομο των στάσεων» και να παρουσιάσει μία θεωρία της προσωπικότητας που θα εξηγούσε το φαινόμενο αυτό και που συνδέεται με την εκπαίδευση του ατόμου σε οικογένεια με αυταρχικούς, τυραννικούς, γονείς, πράγμα που δημιουργεί στο άτομο μικτά, αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα. Τα όποια αρνητικά συναισθήματα απέναντί τους παραμένουν απωθημένα και κατά την ενήλικη ηλικία. Η θεώρηση αυτή συναντά την υπόθεση του Φρόυντ για την απώθηση της επιθυμίας. Δημιουργείται, λοιπόν, μία σχάση στο πνεύμα του ανθρώπου με προκατάληψη: τα αμφιθυμικά αυτά συναισθήματα προς τους γονείς χωρίζονται σε θετικά και αρνητικά. Τα θετικά αποδίδονται στους γονείς αλλά τα αρνητικά συναισθήματα, τα εχθρικά, στρέφονται προς άλλους στόχους, όπως τα μέλη άλλων εθνικών ομάδων ή προς αυτούς για τους οποίους πιστεύει κανείς ότι παραβαίνουν την κρατούσα τάξη και τους νόμους. Αυτή η γνωστική θεμελιακή κατάσταση θεωρήθηκε ότι εξαρτιόταν από τον ψυχικό μηχανισμό της καταστολής. Όλες οι επιθυμίες για τις οποίες το άτομο ντρέπεται και τις αρνείται μετατίθενται σε άλλα άτομα. Ο κόσμος που κατασκευάζει το άτομο με προκαταλήψεις αποτελεί ένα σύμπαν που του επιτρέπει να μπορεί να εκφραστεί για όλα εκείνα που αλλιώς θα ήταν γι’ αυτό απαγορευμένα. Ο άλλος, ο διαφορετικός, γίνεται εύκολα ο «αποδιοπομπαίος τράγος», υποδεχόμενος τα συναισθήματα που γεννιούνται στα άτομα με προκαταλήψεις. Αυτά αποφορτίζουν την δική τους ενοχή δημιουργώντας αυτούς τους αποδιοπομπαίους τράγους, δηλαδή μεταθέτοντας ψυχολογικά τις δικές τους αμαρτίες σε άλλους ανθρώπους. Αυτή η ιδέα του εξαγνισμού, που συνδέεται αναπόσπαστα με το φαινόμενο του αποδιοπομπαίου τράγου, έχει ιδιαίτερα αναπτυχθεί από τους νεώτερους μελετητές και θεωρείται ένας σημαντικός μηχανισμός αυτοδικαίωσης της μετατιθέμενης επιθετικότητας που συνοδεύει την προκατάληψη. Η επιθετική δράση, (η οποία σε πολλές περιπτώσεις φθάνει έως την εγκληματικότητα) και την οποία αναλαμβάνει το άτομο με προκαταλήψεις εναντίον του υποκειμένου των προκαταλήψεων αυτών, δηλαδή του αποδιοπομπαίου τράγου, έχει εξαγνιστικό χαρακτήρα διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιώνει ο δράστης την πράξη του και δικαιώνεται μέσα από αυτήν. Η οργάνωση κάθε θεσμού εμφανίζει σε επίπεδο δομής δύο σημαντικές παραμέτρους: την τυπική και άτυπη οργάνωση. Με τον όρο τυπική οργάνωση αναφερόμαστε, συνήθως, στην οργάνωση όπως αυτή μπορεί να αποτυπωθεί σ’ ένα οργανόγραμμα και αφορά την διαδικαστική λειτουργία. Πρόκειται για τον επίσημο τρόπο λειτουργίας ενός οργανισμού, τους κανόνες, την ιεραρχία. Αποτέλεσμα του είδους τυπικής οργάνωσης που έχει επιλεγεί είναι και η γραφειοκρατία. Η γραφειοκρατία επιβάλλει μια βίαιη μορφή τάξης στον οργανισμό, συχνά εις βάρος των ίδιων των ατόμων αλλά και των χρηστών των υπηρεσιών που προσφέρονται από τον οργανισμό. Ας μην ξεχνάμε ότι η τυπική οργάνωση είναι αυτή που ορίζει ποια είναι τα καθήκοντα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του κάθε εργαζομένου στον οργανισμό. Η άτυπη οργάνωση που αποτελεί όπως και η τυπική οργάνωση αναπόσπαστο στοιχείο της λειτουργίας ενός οργανισμού, αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ των ατόμων και στις ανεπίσημες μεθόδους που αυτοί επιστρατεύουν για να παρακάμψουν τις τυπικές, γραφειοκρατικές διαδικασίες. Μορφές άτυπης οργάνωσης της λειτουργίας αποτελούν τα άτυπα δίκτυα επικοινωνίας των ατόμων, τα κουτσομπολιά, η δημιουργία μικρών ομάδων με κοινό τρόπο ή σκοπό λειτουργίας. Σε κανονικές συνθήκες, η άτυπη οργάνωση εξυπηρετεί την ευελιξία του οργανισμού και είναι θεμιτή. Αν η τυπική οργάνωση, η γραφειοκρατία, επιτρέπει να δημιουργείται η εντύπωση ότι ένας θεσμός λειτουργεί όπως πρέπει, όπως ορίζουν δηλαδή οι νόμοι και ο επίσημος κανονισμός του Οργανισμού, η άτυπη οργάνωση επιτρέπει στους εργαζομένους να λειτουργούν όπως αυτοί θέλουν. Ενώ σ’ επίσημο επίπεδο μπορεί να είναι πολύ δύσκολο κάποιος εξωτερικός παρατηρητής (άτομο από την κοινότητα ή ερευνητής/ αξιολογητής) να αντλήσει πληροφορίες για τον θεσμό, στο εσωτερικό του, μία πληροφορία (απόφαση, φήμη, κουτσομπολιό) κυκλοφορεί αμέσως, μπορεί να παρουσιαστεί με τον τρόπο που κάθε άτομο ή ομάδα ατόμων επιθυμεί και να χρησιμοποιηθεί ανάλογα με τα προσωπικά συμφέροντα του καθενός. Το μέγεθος της γραφειοκρατικής αγκύλωσης του οργανισμού είναι αυτό που, συχνά, καθιστά απαραίτητο, το κάθε άτομο να ακολουθήσει μία σειρά ανεπίσημων, άτυπων διαδικασιών, ώστε να αντεπεξέλθει στα καθήκοντά του. Στο πλαίσιο ενός θεσμού, όμως, όπου κυριαρχεί μία εικόνα ακινησίας, η άτυπη οργάνωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο κάλυψης της ακινησίας αυτής. Η άτυπη οργάνωση καθιερώνει ένα παγιωμένο τρόπο αντίληψης των σχέσεων μεταξύ των ατόμων που απαρτίζουν τον θεσμό και ένα συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας. Η διατάραξη αυτού του συντεχνιακού τρόπου λειτουργίας οδηγεί στην δημιουργία εντάσεων, που υποκρύπτονται πίσω από φαινομενική ηρεμία και, τελικά, σε μία σειρά από συγκρούσεις και συμπεριφορές ετεροκαταστροφικότητας, αλλά και σε αυτοκαταστροφικού τύπου αποσύρσεις. Οι αλλαγές που μπορεί να προτείνει και να προωθεί η Διοίκηση ταράσσουν την στασιμότητα που η γραφειοκρατική αλλά και η άτυπη οργάνωση των ατόμων έχουν επιφέρει σε μία περίοδο πολλών ετών. Το αποτέλεσμα είναι οι διαδικασίες αλλαγής να αντιμετωπίζονται με συνεχή καχυποψία και να γίνονται προσπάθειες ακύρωσης της όλης παρουσίας του φορέα της αλλαγής. Ένα τελευταίο χαρακτηριστικό στοιχείο που εμφανίζεται στον χώρο της διοίκησης, εφόσον αυτή είναι ο φορέας της όποιας αλλαγής, είναι οι συνεχείς διχοτομήσεις και διαχωρισμοί σε ομάδες. Μπορεί κάποιος να κάνει λόγο για ομάδες, ή ακόμα και για αντίπαλα «στρατόπεδα» μεταξύ: - καταρχήν της διοίκησης, ως ενιαίου συνόλου, και των ατόμων που απαρτίζουν ένα θεσμό, - εντός της διοίκησης, του διοικητή απέναντι στους διοικητικούς υπαλλήλους, που με την σειρά τους διαχωρίζονται σε - αυτούς που στηρίζουν την αλλαγή και σε αυτούς που αντιτίθενται σ' αυτήν, - και τέλος, μεταξύ του συνόλου των ατόμων και του εξωτερικού περιβάλλοντος του θεσμού (κοινότητα). Ο λόγος για τον οποίο έχει νόημα η σε βάθος εξέταση των τυπικών και άτυπων σχέσεων μεταξύ των ατόμων που καταλαμβάνουν τον χώρο του θεσμού και την πιθανότητα ύπαρξης φαινομένων προκατάληψης, είναι γιατί πιστεύουμε ότι είναι ένα επίπεδο στο οποίο μπορεί και πρέπει να παρέμβει κανείς ώστε να επιφέρει βελτιώσεις, να δημιουργηθεί ένα κλίμα, ένα πλαίσιο που θα επιτρέψει στις προσπάθειες αλλαγής να ευοδωθούν και μάλιστα προς όφελος όλων. Οι αρνητικές στάσεις και προκαταλήψεις, προϊόν μάθησης και κατασκευής, φαίνεται ότι μπορούν να αλλάξουν μέσω διαφόρων στρατηγικών που καθορίζονται από την ιδιοτυπία του κάθε θεσμού. Όλα αυτά μας δίνουν τη δυνατότητα να σχολιάσουμε ορισμένες όψεις αυτής της θεσμικής πραγματικότητας, πέραν των όλων όσων μέχρι τώρα αναφέρθηκαν, και υπό το πρίσμα της ψυχικής οδύνης. H ψυχική οδύνη καθορίζει ένα χώρο συνάντησης, ένα χώρο που επιτρέπει την συνομιλία μεταξύ των ανθρώπων εφόσον συμβαίνει στον χώρο του βιώματος. Η συνάντηση είναι εφικτή γιατί η ψυχική οδύνη συνιστά έναν κοινό τόπο βιωμένης εμπειρίας, στον οποίο οι άνθρωποι συναντώνται για να συνδιαλλαγούν, είτε έχουν συνείδηση του γεγονότος είτε όχι. Είναι βασικό να κατανοήσουμε, την έκταση και την ποιότητα της ψυχικής οδύνης μέσα στον θεσμό, ως προϊόντος διαρκούς αλληλεπίδρασης μεταξύ ατομικής οδύνης, οδύνης του ίδιου του θεσμού και της κοινωνικής πραγματικότητας που σχετίζεται με τον συγκεκριμένο θεσμό (κοινωνικές αναπαραστάσεις, στιγματισμός, προκαταλήψεις απέναντί του), πράγμα το οποίο μας ανάγει στο επίπεδο της ατομικής έναντι της συλλογικής «ψυχοπαθολογίας». Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις πηγές οδύνης στον θεσμό, παρά το γεγονός ότι φαίνονται διαπλεκόμενες με το παράπονο και τον προσδιορισμό των αιτιών αυτών των παραπόνων. Η μία πηγή είναι αναπόσπαστα δεμένη με το καθ’ αυτό γεγονός της ύπαρξης του θεσμού· η άλλη πηγή είναι η ξεχωριστή και ιδιαίτερη περίπτωση κάθε θεσμού, με την κοινωνική και ασυνείδητη ιδιαίτερη δομή του· η τρίτη πηγή είναι η ψυχική δομή και λειτουργία του κάθε ατόμου εντός του θεσμού. Μπορούμε να διακρίνουμε ακόμη την οδύνη που συνδέεται με την ίδια την ζωή: αυτή είναι συνέπεια των περιορισμών, των αντιστάσεων, των απογοητεύσεων που συνοδεύουν κάθε ανθρώπινο ον, σχετίζονται, δηλαδή, με την απόσταση που χωρίζει το αντικείμενο από την επιθυμία, το άγχος, την σχέση του ατόμου με την αλήθεια. Ορισμένες πτυχές αυτής της οδύνης αρθρώνονται με την κοινή ζωή του θεσμού, αλλά πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο θεσμικός χώρος είναι επίσης, ο χώρος της ψυχικής οδύνης των ιδίων των ατόμων με την ιδιαίτερη ιστορία και ψυχοπαθολογία τους. Ο θεσμός είναι ένα κοινό ψυχικό αντικείμενο· αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, ο θεσμός δεν υποφέρει. Υποφέρουν τα άτομα στην σχέση τους με τον θεσμό, υποφέρουν μέσα σε αυτή τη σχέση τους με τον θεσμό. Οι θεσμοί διαθέτουν τέτοιου τύπου μηχανισμούς άμυνας, ώστε να ενισχύσουν τις υφιστάμενες άμυνες του ατόμου και να κρατούν σε απόσταση το υποκείμενο από τα διάφορα επώδυνα βιώματα που παράγονται μέσα στην ζωή του θεσμού. Αυτές οι διεργασίες «εγκύστωσης» της οδύνης του ατόμου μέσα στον θεσμό έχουν σαν αποτέλεσμα μεταξύ άλλων την μη εγγραφή των επώδυνων εμπειριών στην ψυχική λειτουργία των ατόμων και την βαθμιαία ήττα της ευχαρίστησης του σκέπτεσθαι, ιδιαίτερα συλλογικά. Προβάλλουμε με αυτόν τον τρόπο αυτό που είναι και βιώνεται ως οδύνη στα άτομα που ζουν και συγκροτούν τον θεσμό: είναι ο εν εαυτώ θεσμός, αυτό που αναπαρίσταται μέσα μας σαν θεσμός που υποφέρει. Η ψυχική οδύνη στον θεσμό πηγάζει, επίσης, από το γεγονός της μη κατανόησης της αιτίας, του αντικειμένου, των μηχανισμών άμυνας που τίθενται σε κίνηση, του νοήματος και του περιεχομένου της ίδιας της οδύνης που αισθανόμαστε. Το αδιαφοροποίητο, η ισομορφία και η συνέπεια της μη διάκρισης μεταξύ σώματος και χώρου, των ορίων του εγώ και του άλλου, δημιουργεί μία ατμόσφαιρα σύγχυσης, ανομίας και διάχυτου απροσδιόριστου άγχους. Η οδύνη πηγάζει και συγκρατείται έτσι στην προκειμένη περίπτωση, από τους αδιαφοροποίητους πυρήνες που έχουμε όλοι μέσα μας, από το καλά φυλαγμένο ψυχωτικό κομμάτι μας, που αναπαριστά για μας έναν ανομολόγητο κίνδυνο και απειλή ενάντια στην ψυχική ακεραιότητα μας. Το αδιαφοροποίητο αυτό «μάγμα» αποτελεί σε τελευταία ανάλυση φόβο για την ίδια την ταυτότητα μας, παραπέμπει σε μία μη ταυτότητα, στο επώδυνο κενό των ψυχωτικών βιωμάτων. Συχνά, τα μέλη του ίδιου του θεσμού απωθούν -μέσω μιας σύμβασης απάρνησης- την διαφορετικότητα, την βία, την εγκατάλειψη, τις διαιρέσεις και τις αγεφύρωτες έριδες μεταξύ των ατόμων: η σύμβαση της απάρνησης μετασχηματίζεται στην πράξη σε μια συμφωνία σιωπής και λήθης όλων εκείνων των στοιχείων που δομούν την ιστορία του θεσμού. Στην πράξη πρόκειται για μια σύμβαση, οι όροι της οποίας δεν μπορούν ποτέ να διατυπωθούν και να εκφραστούν δημόσια. Η αρχιτεκτονική και το ψυχικό υλικό του θεσμού, αποτελούνται από τον πρωταρχικό μύθο του, που προσφέρει μια κοινή ταυτισιακή μήτρα και ένα κώδικα, προκειμένου τα μέλη που αποτελούν τον θεσμό να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το άγνωστο, την αβεβαιότητα, την αλλαγή. Η απειλή ή η διατάραξη - για διάφορους εξωτερικούς και εσωτερικούς λόγους, - αυτής της μυθικής μήτρας, που περιέχει το παν, που οργανώνει κανονιστικά την ομοιοστασία του θεσμού και την ψυχική οικονομία του κάθε μέλους του, μπορεί να προκαλέσει καταστροφικές αντιδράσεις και άμυνες. Όταν ο θεσμός δεν υποστηρίζει πλέον τα υποκείμενα που τον αποτελούν, ο ίδιος ο θεσμός γίνεται αντικείμενο επιθετικότητας και καταστροφικότητας του συνόλου των λειτουργιών του. Είναι, επίσης, ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι σε αυτό το έδαφος της κρίσης και της συλλογικής αβεβαιότητας, η ψυχική οδύνη των ατόμων βρίσκει καταφύγιο σε έντονες ψυχοσωματικές αντιδράσεις (που σε ορισμένα άτομα αγγίζουν τις ψυχοσωματικές αποδιοργανώσεις), σε σοβαρές αντιδραστικές καταθλίψεις και χρόνια δυσθυμική κατάσταση και σε εκρηκτικές χαρακτηριολογικές αντιδράσεις. Όταν και αυτού του τύπου οι προσπάθειες παθολογικής «διευθέτησης» των ψυχικών συγκρούσεων δεν ευοδωθούν, παρατηρείται, συχνά, η εμφάνιση πολιτικών και ιδεολογικών δράσεων, που έχουν περισσότερο τον χαρακτήρα εκδραμάτισης, παρά στοιχείων πολιτικής και ιδεολογικής ανάλυσης. Η ουσιαστική απειλή προέρχεται από τον φόβο της αδυναμίας αντίδρασης με τους κανόνες που έχουν ήδη θεσπιστεί και ο φόβος της συνάντησης με μια διαφορετική «κοινωνικότητα» που θέτει σε αμφισβήτηση την προηγούμενη ταυτότητα του ατόμου και του θεσμού. Η διαδικασία διαμόρφωσης μιας νέας συλλογικής ταυτότητας, σε αντιπαράθεση με την παλιά, προκαλεί φαινόμενα παρανοϊκών αντιδράσεων, παλινδρομήσεων ή εκλογικευτικών αντιστάσεων μέσω τεράστιων και ανυπέρβλητων γραφειοκρατικών και διοικητικών εμποδίων. Ίσως, μετά από όλη αυτή την ανάλυση να γίνεται καλύτερα κατανοητό ότι όλα αυτά τα στοιχεία συγκροτούν μια ισχυρή ύφανση προκαταλήψεων, ανομολόγητων και ανεπεξέργαστων, τόσο ψυχικά όσο και νοητικά, που δημιουργούν φαντασιώσεις καταστροφικότητας και αφανισμού του θεσμού και των μελών του. Η τάση να αποσυνδέονται σχέσεις, δεσμοί, συναισθήματα, να ακυρώνεται κάθε ευχαρίστηση του κατανοείν, του σκέπτεσθαι και του πράττειν, αυξάνει την εντροπία του συστήματος, την ανομία, την σύγχυση, την αποδιοργάνωση και επιφέρει -αν δεν επιβάλλει- μία διαδικασία παγώματος, μία διαδικασία ψυχικού θανάτου. Οι θεσμοί, ως συστήματα και σχηματισμοί, πολιτισμικοί, συμβολικοί, φανταστικοί και κοινωνικοί, λειτουργούν ως εμπεριέχοντα σύνολα, με αποτέλεσμα να εντυπώνουν το διακριτικό στίγμα τους στο σώμα, στην σκέψη και στην ψυχή σε κάθε ένα από τα μέλη τους. Οι θεσμοί συγκροτούνται, επίσης, μέσα από ασυνείδητους οργανωτές και μέσα από μεικτούς σχηματισμούς που διασφαλίζουν, για τα υποκείμενα, για τους δεσμούς, τις διαδικασίες επένδυσης που έχουν ανάγκη, τις ικανοποιήσεις των επιθυμιών των μελών τους και τις αναγκαίες άμυνες, τα ανάλογα στηρίγματα στην ψυχική, νοητική και κοινωνική λειτουργία των ατόμων. Η υπάρχουσα οδύνη των μελών του θεσμού μπορεί να υπερχειλίζει τόσο σε ορισμένες περιπτώσεις, ώστε να ωθεί τα μέλη του να νομιμοποιούνται για να μη επιτελούν αυτό που είναι η πραγματική αποστολή τους. ............................... Σημειώσεις (1) Μερικά από τα θεωρητικά αποσπάσματα που παρατίθενται στο άρθρο αυτό συγκροτούν το βασικό θεωρητικό πλαίσιο μελέτης υπό δημοσίευση των Σ. Στυλιανίδη, Μ. - Γ. Λίλυ Στυλιανούδη και Π. Χονδρού. (2) Τα λήμματα και οι ερμηνείες έχουν ληφθεί από το Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης του Δ. Δημητράκου. (3) Υπογράμμιση δική μας. (4) Υπογράμμιση δική μας. (5) Επίτομον Ορθογραφικόν και Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», 1930. Αξίζει να τονίσουμε το γεγονός ότι το έτος δημοσίευσης του Λεξικού προηγείται των ερευνών για την προκατάληψη, και ότι ο ορισμός συμφωνεί με τα επιστημονικά δεδομένα της εποχής του (βλ. La Pierre, 1934) παραμένοντας εύστοχος και περιεκτικός μέχρι σήμερα. (6) Υπογράμμιση δική μας. (7) Βλ. λήμμα, στην International Encyclopedia of the Social Sciences. Ημερομηνία καταχώρησης: 1.3.2006 |