Το φως και ο ιμπρεσσιονισμός* PDF Εκτύπωση E-mail
Πολιτιστικά - Ματιές στην τέχνη
Τρίτη, 19 Δεκέμβριος 2006 11:51
της Αντιγόνης Πολίτου

Ο Ιμπρεσσιονισμός αποτελεί το πιο ενδιαφέρον, επαναστατικό κίνημα στην Τέχνη του 19ου αιώνα, που εισάγει την ζωγραφική στην νεώτερη ιστορία της.

Πρόκειται για ένα πείραμα που στηρίχτηκε στην παρατήρηση οπτικών φαινομένων, πράγμα που, άλλωστε, απασχολούσε και την επιστήμη εκείνη την εποχή.

Γνωρίζοντας πλέον, ότι το φως είναι εκείνο που δίνει το χρώμα στα αντικείμενα, οι Ιμπρεσσιονιστές θέλησαν να μεταφράσουν αυτή την γνώση σε αίσθηση χρώματος. Και επειδή το φως δίνει το χρώμα, είναι επόμενο, το φυσικό φως στις διάφορες ώρες της ημέρας,να δίνει διαφορετικό χρώμα. Αλλά και στο ίδιο αντικείμενο,το φως ανακλάται διαφορετικά σε κάθε σημείο του. Το "τοπικό χρώμα", δηλαδή το χρώμα που έχει ένα αντικείμενο κάποια στιγμή, μεταβάλλεται συνεχώς, επηρεαζόμενο από την ποιότητα του φωτός στο οποίο εκτίθεται, από τις ανακλάσεις των γύρω αντικειμένων και από τα φαινόμενα που παράγονται από την σχέση του με τα γειτονικά χρώματα. Η υλική πραγματικότητα, λοιπόν, διασπάται σε τοπικούς και χρονικούς τόνους, με αποτέλεσμα να μην ενδιαφέρει τόσο το σχέδιο και η πλαστικότητα της φόρμας, όσο η απόδοση του παλμού, της διάχυσης, του ιριδισμού, του παιχνιδιού του φωτός και της σκιάς.

Χαρακτηριστικά, ο Μονέ ζωγράφιζε το συγκεκριμένο τοπίο σε μια ολόκληρη σειρά από πίνακες, θέλοντας να μελετήσει τις αλλαγές του φωτός ,στις διαφορετικές στιγμές της ημέρας και σε διάφορες εποχές. Είναι πολύ γνωστοί οι πίνακές του, -που είναι μοιρασμένοι σε διάφορα μουσεία του κόσμου, οπότε η συγκριτική μελέτη μπορεί να γίνει, για τον θεατή, μόνο μέσα από βιβλία Τέχνης-που απεικονίζουν τον Καθεδρικό Ναό της Ρουέν ή τις λεύκες ή τα νούφαρα, ξανά και ξανά, από την ίδια, ακριβώς οπτική γωνία. Κι όμως, πόσο διαφορετικό είναι το τελικό αποτέλεσμα...

Με δυό λόγια, οι Ιμπρεσσιονιστές θέλησαν να αποδώσουν την "φευγαλέα στιγμή".Τον εφήμερο χαρακτήρα, του συνεχώς μεταβαλλόμενου κόσμου. Μάλιστα, ο όρος "Ιμπρεσσιονιστές",που σε κατά λέξη μετάφραση σημαίνει "Εντυπωσιοθήρες" και έχει ειρωνική χροιά, αποδόθηκε στους ζωγράφους αυτής της Σχολής από έναν κριτικό της εποχής τους, με αφορμή έναν πίνακα του Κλώντ Μονέ με τίτλο "Εντύπωση - Ανατολή".

'Οταν πήγαιναν στην φύση για να ζωγραφίσουν, προσπαθούσαν να "ξεχνούν" το είδος του αντικειμένου που είχαν μπροστά τους, δηλαδή παραμέριζαν την εκλογίκευση του εγκεφάλου, ότι βλέπουν δηλαδή ένα δένδρο, που το δένδρο είναι οπωσδήποτε πράσινο και ο κορμός του είναι καφέ .

'Η, ότι βλέπουν ένα πρόσωπο, που το πρόσωπο έχει το χρώμα της σάρκας, τα μαλλιά είναι ξανθά κλπ. 'Εβλεπαν ένα τετράγωνο μπλέ, ένα μακρόστενο ρόζ, μια λωρίδα κίτρινη και ζωγράφιζαν αυτό που έβλεπαν, όπως τους φαινόταν, εκείνη την στιγμή, κάτω από αυτό το φως, φθάνοντας να αποτυπώνουν στο τέλος με το χρώμα την εντύπωση (impression,εξ ού και ο όρος ), την κίνηση, την αίσθηση που έδωσε το φως στην μορφή για μια στιγμή.

'Εβαζαν μικρές τελείες, μικρές πινελιές συμπληρωματικών χρωμάτων δίπλα-δίπλα, γνωρίζοντας πολύ καλά την αλληλεπίδραση μεταξύ τους και το τελικό αποτέλεσμα, -γιατί κάθε κουκίδα έχει αρμονική σχέση με την διπλανή της- που όμως έτσι, προσέβαλαν κάθε λογική εξήγηση και αυτό, επειδή ζωγράφιζαν αυτό που έβλεπαν εκείνοι και όχι αυτό που βλέπει συνήθως ο άνθρωπος και το μεταφράζει σε κάποια γνωστή του έννοια.

Πώς να αποδεχτεί το μυαλό του δογματικού θεατή ένα πράσινο ή ένα μώβ στο μάγουλο του μοντέλου, ένα σώμα στο χρώμα της μουστάρδας, την χλόη σε χρώμα μπλέ...

'Ολα αυτά, τα ανεξήγητα και μή αποδεκτά, όταν βλέπει κανείς τον πίνακα από κοντά, αλλάζουν ως δια μαγείας, όταν ο θεατής απομακρυνθεί και δει την σκηνή από μακριά. Η μίξη των χρωμάτων γίνεται μέσα στο μάτι του θεατή. Εκεί δημιουργείται και η γενική άποψη του πίνακα. Τα σχήματα, οι μορφές, οι χώροι, γίνονται κατανοητοί μόνο από απόσταση.

Τα χαρακτηριστικά, λοιπόν, αυτού του Κινήματος είναι η οπτική μίξη και η έννοια της συμπληρωματικότητας.

Και εδώ, ας αναρωτηθούμε...

Είναι δυνατόν αυτές οι κουκίδες να ξεχύνονται όπως λάχει, χωρίς γνώση, στον καμβά- ζωή και μετά να περιμένουμε αρμονικό αποτέλεσμα στις μεταξύ τους σχέσεις;

Αν αφαιρεθεί μία κουκίδα από τον πίνακα -όσο σημαντική κουκίδα κι αν θεωρείται αυτή- πόσο βαριά θα είναι η απώλεια για τον πίνακα;

Γιατί αυτή η συλλογική προσπάθεια δεν μπορεί να γίνει κατανοητή από τις κουκίδες - άτομα, που παραμένουν στο επίπεδο του πίνακα;

Γιατί χρειάζεται αυτή η απόσταση για να δει κανείς τα πράγματα καθαρά;

Και ποιό είναι άραγε, το μάτι του θεατή, που μόνο αυτό μπορεί να κάνει τη σύνθεση;

Μήπως οι Ιμπρεσσιονιστές μας οδηγούν να αντιληφθούμε ότι το άτομο- κουκίδα είναι μεν απαραίτητο για την τελική σύνθεση, -η κάθε κουκίδα κάτι προσθέτει στον πίνακα, σίγουρα- αλλά μόνη της η κουκίδα δεν μπορεί να συγκροτήσει ένα σύνολο; 'Οτι δηλαδή η κάθε κουκίδα - άτομο, καλείται να συνεργασθεί καταθέτοντας την μοναδικότητά της υπέρ του συνόλου;

Μήπως οι Ιμπρεσσιονιστικοί πίνακες είναι οδοδείκτες προς την κατανόηση της έννοιας της συλλογικότητας;




* Με τον γενικό όρο «Ιμπρεσσιονισμός», σ' αυτό το άρθρο, αναφερόμαστε στους εκπροσώπους του της πρώτης γενιάς: Μανέ, Μονέ, Ρενουάρ, Πισσαρό, Σεζάν, Ντεγκά, Μπαζίλ, Μορισσό κ.ά..

Αλλά επίσης και στους εκπροσώπους της δεύτερης γενιάς, τους "Νεοιμπρεσσιονιστές", που ήταν πιο συστηματικοί, λιγότερο αυθόρμητοι, σχεδόν επιστημονικοί, που όμως και αυτοί εστίαζαν το ενδιαφέρον τους στην ερμηνεία του φωτός: Σερά, Σινιάκ, Κρός κ.ά..

Αναφερόμαστε επίσης και στους Γκωγκέν, Βάν Γκόγκ, Τουλούζ - Λωτρέκ, που είχαν τελείως προσωπική ματιά, αλλά το έργο τους είναι ολόκληρο μια πραγματεία φωτός.

Ημερομηνία καταχώρησης: 19.12.2006