Πρότυπα και νεανικές κουλτούρες PDF Εκτύπωση E-mail
Προβληματισμοί - Ιστορία - Πολιτισμοί
Τετάρτη, 15 Μάρτιος 2006 02:30
της Λίλυς Στυλιανούδη

H λέξη πρότυπος στη γλώσσα μας όταν εμφανίζεται σημαίνει τον προσχηματισμένο, προαπεικονισμένο και κατ' επέκταση το πρότυπο είναι το «προσχηματισμένο σχήμα», ο «τύπος κοίλος εκ ξύλου ή γης οπτής», δηλαδή καλούπι από ξύλο ή πηλό με το οποίο «ενειργασμένον ανάγλυφον απετυπούτο εις πολλά αντίτυπα εκ πηλού». Ο ορισμός αυτός περιέχει μέσα του ήδη από τότε τα στοιχεία της επανάληψης, της αντιγραφής καθώς και της ποσότητας μέσα στην επανάληψη. Αυτά τα στοιχεία, εκ μεταφοράς, θα χαρακτηρίσουν την έννοια του προτύπου στις επιστήμες του ανθρώπου, όταν αυτές θα προσπαθήσουν να μελετήσουν τις ανθρώπινες κοινωνίες. Αν εξετάσουμε την έννοια του προτύπου στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα, θα την συναντήσουμε και στις μεταφορικές ή συμβολικές της σημασίες ως κάθε τι που είτε γίνεται αντικείμενο είτε είναι άξιο προς μίμηση, είτε αυτό είναι πρόσωπο, είτε κατάσταση είτε θεσμός.

Στον χώρο των κοινωνικών επιστημών τo πρότυπο (pattern) είναι μια έννοια που εμφανίζεται μαζί με την έννοια της κουλτούρας. Είναι, όμως, και μια έννοια που συχνά συγχέουμε με άλλες έννοιες, όπως η έννοια του υποδείγματος (model) ή της αξίας. Για να την καταλάβουμε θα πρέπει να την δούμε όπως εξελίσσεται και να την διαφοροποιήσουμε από τις έννοιες της δομής, της μορφής και της οργάνωσης της κουλτούρας (1).

Από το 1871 που εμφανίζεται ο πρώτος ορισμός της κουλτούρας μέχρι σήμερα, υπάρχουν αρκετές εκατοντάδες ορισμοί που προσπαθούν να την προσδιορίσουν. Το 1952 περίπου εμφανίζεται μια σημαντική εργασία που μελετά την κουλτούρα και το πρότυπο και παρουσιάζει την κουλτούρα ως «αποτελουμένη από πρότυπα συμπεριφορών, ρητά και άρρητα, και από συμπεριφορές που αποκτήθηκαν και μεταδίδονται με σύμβολα, συνιστώντας διακριτικά επιτεύγματα των ανθρώπινων ομάδων, περιλαμβάνοντας και τις υλικές εκφράσεις των ανθρώπινων κατασκευών». Είναι σαφές ότι η κουλτούρα δεν είναι η συμπεριφορά, όπως επίσης και το πρότυπο δεν είναι μόνον συμπεριφορά. Η συμπεριφορά, ως εκδηλωμένη κατάσταση, επιτρέπει την παρατήρησή της, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, και από την παρατήρηση αυτή τη συναγωγή συμπερασμάτων. Στον χώρο των Ψ επιστημών, το πρότυπο αποτελεί βασική έννοια για την ψυχολογία της αντίληψης, της συστημικής θεωρίας και της θεωρίας πεδίου. Στις θεωρίες των οικογενειακών συστημάτων, υποδηλώνει μια συντεταγμένη αλληλουχία ή συσχετισμό γεγονότων και αναφέρεται σε μια λειτουργική μονάδα της οποίας τα μέρη μπορούν να διαφοροποιηθούν το ένα από το άλλο.

Η θεωρία περί προτύπων είναι επηρεασμένη από βιολογικές ή φυσικές αναλογίες. Στην πολιτισμική γένεσή του, όμως, το πρότυπο εμφανίζεται ως απότοκο της ανθρώπινης δημιουργικότητας που υπερβαίνει τα όρια της βιολογίας και του φυσικού περιβάλλοντος.

Τα διάφορα επίπεδα της κοινωνικής ζωής διαφέρουν ως προς τον βαθμό και την ροπή προς προτυποποίηση, ενώ τα πολιτισμικά πρότυπα διαφέρουν ως προς τον βαθμό συνειδητότητας και πολυπλοκότητας που τα συνοδεύουν καθώς και ως προς το είδος τους. Τα απλούστερα είναι τα σαφή και λίγο ως πολύ πρότυπα συμπεριφοράς όπως εκφράζονται σε συνήθειες ένδυσης, διατροφής, εργασίας, χαιρετισμών, κλπ. καθώς και στα προϊόντα του υλικού πολιτισμού. Ακολουθούν τα πιο περίπλοκα που διαρθρώνουν την κοινωνική, πολιτική, οικονομική οργάνωση, καθώς και την θρησκεία, τη γλώσσα, το δίκαιο, τη φιλοσοφία, την επιστήμη και τις τέχνες.

Αφήνοντας κατά μέρος όλες τις διακρίσεις που θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε, αξίζει να αναφερθούμε στα πολιτισμικά εκείνα πρότυπα των οποίων οι ιδιότητες πολιτισμικής οργάνωσης διατρέχουν όλα ή μερικά από τα επίπεδα κοινωνικής ζωής με τρόπο ώστε να προσδίδουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στις κουλτούρες. Αυτά τα πρότυπα αποτελούν άρρητους και ασύνειδους σχηματισμούς, λειτουργούν ως «πρότυπα των προτύπων» και έχουν ψυχολογικά αντίστοιχα και στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των ατόμων που ανήκουν και έχουν παραγάγει το συγκεκριμένο πολιτισμικό σύστημα. Δηλαδή, κάθε ανθρώπινη ομαδοποίηση, συλλογικότητα, συσσωμάτωση, διατρέχεται από ένα συγκεκριμένο πρότυπο που την διακρίνει από τις άλλες, προσδιορίζει και επηρεάζει τα υπόλοιπα και αποτυπώνεται και στην προσωπικότητα των ατόμων που την απαρτίζουν. Και, επειδή, οι ανθρώπινες συλλογικότητες δεν είναι παρά οι αλληλοδράσεις μεταξύ των ατόμων που τις απαρτίζουν τόσο μεταξύ τους όσο και με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον τους και ο πολιτισμός που παράγουν το αποτέλεσμα των αντιθέσεων και συγκρούσεων των διαφορετικοτήτων των μοναδιαίων και μοναδικών ανθρώπινων στοιχείων, τα πρότυπα που μπορούμε να αναγνωρίσουμε σε αυτές, διατρέχουν τα τρία επίπεδα της βιολογίας, της ψυχολογίας και της χωρικής / γεωγραφικής κατανομής τους.

Το πρότυπο, όπως θα το εξετάσουμε σε αυτό το άρθρο, σε σχέση με τις νεανικές υποκουλτούρες (2) αποτελεί βάση για την δημιουργία των αξιακών προτύπων που ακολουθούν οι νέοι. Οι νεανικές κουλτούρες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τις μουσικές νεανικές κουλτούρες, που συνδέονται και με άλλες πολιτισμικές εκφάνσεις, κάποιες δε από αυτές και με την κουλτούρα του ποδοσφαίρου, που έχει παραγάγει το φαινόμενο των «φανατικών» οπαδών. Το «υπό» δηλώνει το μέρος ένός όλου, το υπο-σύστημα εντός του όλου συστήματος και όχι το υποβαθμισμένο, υπόγειο ή παράνομο όπως στην έννοια του υποκόσμου, η οποία πολλές φορές προβάλλεται στον όρο υποκουλτούρα.

H «υποκουλτούρα» δηλώνει την κουλτούρα οποιασδήποτε ομαδοποίησης ή συλλογικότητας, που ενώ δεν αποδέχεται την πολιτισμική πραγματικότητα του κοινωνικού συστήματος στο οποίο είναι ενταγμένη και υιοθετεί σημαντικά στοιχεία από το κυρίαρχο σύστημα αξιών, διαφοροποιείται σε ποικίλο βαθμό έντασης και έκτασης ως προς ορισμένες άλλες κοινωνικές αξίες, κοινωνικά νοήματα και εθιμικούς τρόπους ζωής.

Πρώτος βασικός παράγοντας, λοιπόν, της υποκουλτούρας η πολιτισμική διαφοροποίηση υποδηλώνει τρία βασικά χαρακτηριστικά: ότι καταρχήν τα μέλη της υποκουλτούρας αποδέχονται την κυρίαρχη κουλτούρα στις βασικές της προδιαγραφές. Δεύτερον ότι τα μέλη της υποκουλτούρας δεν μπορούν να φτάσουν σε ακραίες θέσεις ή να αναιρέσουν το κυρίαρχο σύστημα αξιών και τέλος ότι η πολιτισμική διαφοροποίηση δείχνει τις δυνατότητες που υπάρχουν στις σύγχρονες αναπτυγμένες κοινωνίες για εναλλακτικές μορφές έκφρασης. Η άποψη αυτή αντικατοπτρίζει τη θεωρία της κουλτούρας που δηλώνει ότι η κουλτούρα, ο πολιτισμός, είναι αποτέλεσμα των αντιθέσεων/ συγκρούσεων των διαφόρων υποομάδων ή συλλογικοτήτων που απαρτίζουν μια κοινωνία.

Οι νεανικοί σχηματισμοί δημιουργούνται για να επιλύσουν προβλήματα, στα οποία η κυρίαρχη επίσημη (γονεϊκή) κουλτούρα δεν προσφέρει λύση ή έστω διέξοδο. Η υποπολιτισμική καινοτομία είναι μια επινόηση και επεξεργασία απαντήσεων σε κοινωνικές και πολιτισμικές δυσχέρειες ή αντιφάσεις για τις οποίες δεν υπάρχουν ακόμη πολιτισμικά πρόσφορες λύσεις. Δεύτερος, λοιπόν, σημαντικός παράγοντας που οδηγεί στη δημιουργία των υποπολιτισμών είναι η αδυναμία της κυρίαρχης ή επίσημης κουλτούρας να επιλύσει συγκεκριμένα κοινωνικά, πολιτισμικά ή υλικά προβλήματα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων.

Και, τέλος, ο τρίτος παράγοντας που οδηγεί στη συγκρότηση των υποπολιτισμών είναι η επεξεργασία συλλογικών λύσεων σε κοινά υφιστάμενα, βιωμένα, αδιέξοδα. Εμφανίζονται δε στις περιοχές του κοινωνικού συστήματος όπου υπάρχει κάποια μορφή οργανωμένης ομαδοποίησης κοινωνικών αξιών, συλλογικών και ατομικών νοημάτων και κοινωνικής δράσης, που διαμορφώνονται σαν διιστάμενη απάντηση στις κυρίαρχες διατάξεις των κοινωνικών κανόνων.

Η υποκουλτούρα υπάρχει και λειτουργεί για όσο διάστημα εξακολουθεί να υπάρχει και το πρόβλημα που την δημιούργησε. Μετά την πάροδο ή λύση του προβλήματος παύει να υφίσταται και η ίδια. Έτσι, η ανέλιξη και η αποδοχή ενός ιδιαίτερου υποπολιτισμού αποτελεί μιαν ουσιωδώς προσωρινή, παροδική και δοκιμαστική λύση σε ένα ουσιαστικά συγκυριακό πρόβλημα. Η υποκουλτούρα, συνεπώς προσεγγίζει τις διαδικασίες συγκρότησης και τα χαρακτηριστικά της συλλογικής συμπεριφοράς, δηλαδή, του πλήθους, του κοινού, του κοινωνικού κινήματος και άλλων παρόμοιων μορφωμάτων.

Σε κάθε σύνθετη, στρωματοποιημένη κοινωνία υπάρχουν περισσότερες κουλτούρες, που λειτουργούν και αναπτύσσονται στο πλαίσιο της καθολικής κουλτούρας. Η κουλτούρα ολόκληρης της κοινωνίας, η καθολική κουλτούρα, δηλαδή το σύνολο των σχημάτων αντίληψης, γνώσης και δράσης, δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως αδιαφοροποίητο ομογενοποιημένο «όλο». Είναι, αντίθετα, μια αντιφατική ολότητα, μια δυναμική αλληλοσχέση ενότητας και διαφοράς, αντίθεσης και αμοιβαιότητας, υπαγωγής και αντίστασης. Η κουλτούρα ολόκληρης της κοινωνίας, λοιπόν, αποτελείται τόσο από την κυρίαρχη ή ηγεμονική κουλτούρα όσο και από άλλες κουλτούρες και ποικίλα πολιτισμικά συστήματα.

Ειδωμένο από την υποπολιτισμική οπτική, οι μείζονες πολιτισμικοί σχηματισμοί (ή ηγεμονικές κουλτούρες) ονομάζονται «γονεϊκές» κουλτούρες και, όπως ήδη προαναφέραμε, με αυτές σχετίζονται αναπόφευκτα οι νεανικοί υποπολιτισμοί. Είναι, δηλαδή, οι υποκουλτούρες ομογενή υποσύνολα πολιτισμών συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων ή ομάδων. Είναι συμβολικά συστήματα τα οποία αποτελούνται από κοινωνικές αξίες, τις οποίες επιλέγουν ή/και επανερμηνεύουν σύμφωνα με τις κοινωνικές εμπειρίες των μελών τους, από αυτές που ήδη υπάρχουν στο ισχύον αξιακό σύστημα, από κοινωνικά ή συλλογικά νοήματα που δημιουργούν και επεξεργάζονται τα μέλη τους, και από μια ιδιόμορφη αισθητική ή τεχνοτροπία ζωής. Αυτή η τεχνοτροπία ζωής (life-style) ταυτόχρονα εκφράζει και επεξεργάζεται τη θεματική της συλλογικότητας, δηλαδή τις κεντρικές ανησυχίες και ενδιαφέροντα των μελών της, τις επιλεγμένες κοινωνικές αξίες και τα καινοφανή κοινωνικά νοήματα.

Χωρίς να προχωρήσουμε σε μεγάλη ανάλυση σχετικά με τα συμβολικά συστήματα καθώς και τη γένεση, χρήση και σημασία των συμβόλων για τα μέλη τους, θα επισημάνουμε ότι τα συστήματα αυτά συνιστούν εξωγενείς πηγές πληροφόρησης, βάσει των οποίων μπορεί να τυποποιηθεί η ζωή των ανθρώπων. Αποτελούν εξωατομικούς μηχανισμούς για την αντίληψη, κατανόηση, κρίση και επιδέξια διαχείριση του κόσμου. Τα πρότυπα πολιτισμού - θρησκευτικά, φιλοσοφικά, αισθητικά, επιστημονικά, ιδεολογικά - είναι προγράμματα: παρέχουν ένα σκελετό ή σχέδιο για την οργάνωση των κοινωνικών και πολιτισμικών διαδικασιών, το ίδιο όπως τα γενετικά συστήματα παρέχουν ένα σκελετό για την οργάνωση των οργανικών διαδικασιών. Υπό αυτή τη θεώρηση τα γενετικά προγράμματα ή μοντέλα αποτελούν για τα άτομα τις ενδογενείς πηγές πληροφόρησης. Κατ' αυτόν τον τρόπο η μελέτη της συμπεριφοράς συμπληρώνει την εικόνα και διευκολύνει την κατανόηση του πολιτισμικού - συμβολικού συστήματος.

Βασικό συστατικό μέρος των συμβολικών συστημάτων αποτελούν οι αξίες, οι δε αξίες αντιστοιχούν σε πρότυπα που ασπάζονται οι αντίστοιχες τάξεις, των οποίων τα μέλη συγκροτούν τα συμβολικά συστήματα. Συνεπώς, σύμφωνα με όλα αυτά, υφίστανται, κάθε στιγμή, θεσμοποιημένα πρότυπα με λιγότερη ή περισσότερη επάρκεια, τα οποία είναι σε διάσταση ή και σε αντίθεση με το καθολικό αξιακό σύστημα. Τόσο τα πρότυπα όσο και οι καταστάσεις αυτές είναι ενδημικές στο κοινωνικό σύστημα και με κάποια ευκαιρία μπορούν να γίνουν σημαντικές εστίες κοινωνικής αλλαγής.

Οι υποκουλτούρες επιλέγουν και αναδεικνύουν ή επανερμηνεύουν, σύμφωνα με τις κοινωνικές εμπειρίες των μελών τους, ορισμένες κοινωνικές αξίες από τα ήδη υπάρχοντα πρότυπα του ισχύοντος αξιακού συστήματος. Από τις υπάρχουσες κοινωνικές αξίες οι νεανικές υποκουλτούρες επιλέγουν και αναδεικνύουν κατά κύριο λόγο τις αξίες, που κατά μία θεώρηση ονομάζουμε «υπόγειες αξίες» και συγκεκριμένα τις αξίες της σχόλης και της απόλαυσης, της τόλμης και του επιθετικού ανδρισμού. Οι υπόγειες αξίες αναγνωρίζονται από όλες τις κοινωνικές τάξεις και γίνονται αποδεκτές από πολλούς ενώ όλες οι τάξεις ενστερνίζονται ορισμένες υπόγειες αξίες, οι οποίες βρίσκονται σε αντίθεση ή ακόμη και σε σύγκρουση με άλλες εξίσου βαθειά θεμελιωμένες αξίες. Έτσι, π.χ. οι υπόγειες αξίες της σχόλης και της απόλαυσης βρίσκουν τη συμβατικοποιημένη τους μορφή στα επίσημα επιδοκιμασμένα πρότυπα της κατανάλωσης και της διασκέδασης. Ως εκ τούτου οι νεανικές υποκουλτούρες, ακόμη και αυτές που χαρακτηρίζουμε ως παρεκκλίνουσες ή παραβατικές, δεν είναι απομονωμένες νησίδες, αποκομμένες από την κυρίαρχη κουλτούρα. Αντιθέτως, αποτελούν υπερβολικές και διαστρεβλωμένες παραλλαγές των αξιών που εκφράζουν τη σχόλη και την ηδονιστική απόλαυση. Για τον λόγο αυτό αντιτίθενται στο ήθος που συνδέεται με την παραγωγική εργασία και βασίζεται στο κυρίαρχο αξιακό σύστημα. Θα ήταν, λοιπόν, χωρίς νόημα η απομόνωση του φαινομένου, η έμφαση ή η ηθικολογία σχετικά με τις νεανικές υποκουλτούρες που εμφανίζουν «υπόγειες αξίες», εφόσον είναι σαφές από όλα όσα αναφέραμε ότι οι αξίες αυτές σχετίζονται άμεσα και είναι προϊόν αντίδρασης, αντίθεσης, ή προσπάθειας επίλυσης κοινωνικών δυσλειτουργιών. Γι αυτό τον λόγο και όταν πράγματι επιλύσουν το πρόβλημα βάσει του οποίου δημιουργήθηκαν προσαρτώνται στο ρεπερτόριο της καθολικής κουλτούρας και γίνονται και αυτές με τη σειρά τους ηγεμονικές. Και τούτο γιατί δεν υπάρχουν κοινωνικές αξίες οι οποίες να είναι κατεξοχήν παραβατικές ή παρεκκλίνουσες. Ο παράγοντας που δίνει παρεκκλίνουσα χροιά στις αξίες είναι η κοινωνική περίσταση, ο τρόπος και η έμφαση στη χρήση τους, καθώς και τα νοήματα ή οι ερμηνείες που τους αποδίδονται.

Οι νεανικοί σχηματισμοί, λοιπόν, ή υποπολιτισμοί, δεν εφευρίσκουν δικές τους, νέες, κοινωνικές αξίες, αλλά διαφοροποιούνται από τις κυρίαρχες ή επίσημες με δύο τρόπους:

Α) επιλέγοντας τέτοιες αξίες, οι οποίες βρίσκονται, κατά τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, στο παρασκήνιο ή παίζουν δευτερεύοντα ρόλο στη λειτουργία του κοινωνικού συστήματος. Β) διαφοροποιούνται μέσα από μια διαδικασία επανερμηνείας ή νέας νοηματοποίησης αξιών, οι οποίες ενδέχεται να παίζουν ακόμη και κεντρικό ρόλο στη λειτουργία του κοινωνικού συστήματος. Η διαδικασία αυτή συνδέεται με τη δημιουργία νέων κοινωνικών νοημάτων και βασίζεται στις βιωμένες εμπειρίες των μελών τους.

Αν όμως οι υποκουλτούρες δεν δημιουργούν άμεσα κοινωνικές αξίες, δηλαδή κατά τη διάρκεια της φυσικής τους ιστορίας, μακροπρόθεσμα συμβάλλουν συχνά στη διαμόρφωση νέων αξιών μέσω των (υπο-)πολιτισμικών καινοτομιών που εισάγουν. Οι (υπο-)πολιτισμικές καινοτομίες είναι το αποτέλεσμα της δημιουργίας και επεξεργασίας των νέων κοινωνικών νοημάτων και της επινόησης και έκφρασης νέων τρόπων αισθητικής και τεχνοτροπίας ζωής. Με άλλα λόγια, οι υποπολιτισμοί αποτελούν παράγοντα ανανέωσης, ανέλιξης και προόδου του κύριου, βασικού, πολιτισμικού συστήματος, οι δε νεανικοί υποπολιτισμοί προσδίδουν «νεανικότητα» σε συστήματα που ούτως ή άλλως υπόκεινται στη φθορά των «γηρατειών».

...................

(1) Στο πλαίσιο του άρθρου αυτού δεν έχει νόημα να αναπτυχθούν όλες αυτές οι έννοιες. Τις αναφέρουμε μόνον για να ευαισθητοποιήσουμε τον αναγνώστη γι' αυτές τις διαφορές σε έννοιες, που πολύ συχνά χρησιμοποιούνται αδιάκριτα.

(2) Η ανάλυση που ακολουθεί αποτελεί σύντομη παρουσίαση από το βιβλίο των Α. Αστρινάκη - Λ. Στυλιανούδη «Χέβυ Μέταλ, Ροκαμπίλυ, Φανατικοί Οπαδοί: Νεανικοί Πολιτισμοί και Υποπολιτισμοί στη Δυτική Αττική», Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996. Ημερομηνία καταχώρησης: 15.3.2006